αργεντίνικος

Greek

Adjective

αργεντίνικος • (argentínikosm (feminine αργεντίνικη, neuter αργεντίνικο)

  1. Argentinian (relating to Argentina or its people or language)

Declension

Declension of αργεντίνικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργεντίνικος (argentínikos) αργεντίνικη (argentíniki) αργεντίνικο (argentíniko) αργεντίνικοι (argentínikoi) αργεντίνικες (argentínikes) αργεντίνικα (argentínika)
genitive αργεντίνικου (argentínikou) αργεντίνικης (argentínikis) αργεντίνικου (argentínikou) αργεντίνικων (argentínikon) αργεντίνικων (argentínikon) αργεντίνικων (argentínikon)
accusative αργεντίνικο (argentíniko) αργεντίνικη (argentíniki) αργεντίνικο (argentíniko) αργεντίνικους (argentínikous) αργεντίνικες (argentínikes) αργεντίνικα (argentínika)
vocative αργεντίνικε (argentínike) αργεντίνικη (argentíniki) αργεντίνικο (argentíniko) αργεντίνικοι (argentínikoi) αργεντίνικες (argentínikes) αργεντίνικα (argentínika)

Synonyms