αριστουργηματικός

Greek

Adjective

αριστουργηματικός • (aristourgimatikósm (feminine αριστουργηματική, neuter αριστουργηματικό)

  1. masterly, consummate
    Synonym: αριστοτεχνικός (aristotechnikós)

Declension

Declension of αριστουργηματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστουργηματικός (aristourgimatikós) αριστουργηματική (aristourgimatikí) αριστουργηματικό (aristourgimatikó) αριστουργηματικοί (aristourgimatikoí) αριστουργηματικές (aristourgimatikés) αριστουργηματικά (aristourgimatiká)
genitive αριστουργηματικού (aristourgimatikoú) αριστουργηματικής (aristourgimatikís) αριστουργηματικού (aristourgimatikoú) αριστουργηματικών (aristourgimatikón) αριστουργηματικών (aristourgimatikón) αριστουργηματικών (aristourgimatikón)
accusative αριστουργηματικό (aristourgimatikó) αριστουργηματική (aristourgimatikí) αριστουργηματικό (aristourgimatikó) αριστουργηματικούς (aristourgimatikoús) αριστουργηματικές (aristourgimatikés) αριστουργηματικά (aristourgimatiká)
vocative αριστουργηματικέ (aristourgimatiké) αριστουργηματική (aristourgimatikí) αριστουργηματικό (aristourgimatikó) αριστουργηματικοί (aristourgimatikoí) αριστουργηματικές (aristourgimatikés) αριστουργηματικά (aristourgimatiká)
  • see: άριστος (áristos, first-rate, excellent, adjective)

Further reading