αριστοφανικός

Greek

Adjective

αριστοφανικός • (aristofanikósm (feminine αριστοφάνεια, neuter αριστοφάνειο)

  1. Aristophanic

Declension

Declension of αριστοφανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστοφανικός (aristofanikós) αριστοφανική (aristofanikí) αριστοφανικό (aristofanikó) αριστοφανικοί (aristofanikoí) αριστοφανικές (aristofanikés) αριστοφανικά (aristofaniká)
genitive αριστοφανικού (aristofanikoú) αριστοφανικής (aristofanikís) αριστοφανικού (aristofanikoú) αριστοφανικών (aristofanikón) αριστοφανικών (aristofanikón) αριστοφανικών (aristofanikón)
accusative αριστοφανικό (aristofanikó) αριστοφανική (aristofanikí) αριστοφανικό (aristofanikó) αριστοφανικούς (aristofanikoús) αριστοφανικές (aristofanikés) αριστοφανικά (aristofaniká)
vocative αριστοφανικέ (aristofaniké) αριστοφανική (aristofanikí) αριστοφανικό (aristofanikó) αριστοφανικοί (aristofanikoí) αριστοφανικές (aristofanikés) αριστοφανικά (aristofaniká)

Further reading