αρρυμοτόμητος

Greek

Adjective

αρρυμοτόμητος • (arrymotómitosm (feminine αρρυμοτόμητη, neuter αρρυμοτόμητο)

  1. alternative form of αρυμοτόμητος (arymotómitos)

Declension

Declension of αρρυμοτόμητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρρυμοτόμητος (arrymotómitos) αρρυμοτόμητη (arrymotómiti) αρρυμοτόμητο (arrymotómito) αρρυμοτόμητοι (arrymotómitoi) αρρυμοτόμητες (arrymotómites) αρρυμοτόμητα (arrymotómita)
genitive αρρυμοτόμητου (arrymotómitou) αρρυμοτόμητης (arrymotómitis) αρρυμοτόμητου (arrymotómitou) αρρυμοτόμητων (arrymotómiton) αρρυμοτόμητων (arrymotómiton) αρρυμοτόμητων (arrymotómiton)
accusative αρρυμοτόμητο (arrymotómito) αρρυμοτόμητη (arrymotómiti) αρρυμοτόμητο (arrymotómito) αρρυμοτόμητους (arrymotómitous) αρρυμοτόμητες (arrymotómites) αρρυμοτόμητα (arrymotómita)
vocative αρρυμοτόμητε (arrymotómite) αρρυμοτόμητη (arrymotómiti) αρρυμοτόμητο (arrymotómito) αρρυμοτόμητοι (arrymotómitoi) αρρυμοτόμητες (arrymotómites) αρρυμοτόμητα (arrymotómita)