ασελιδοποίητος

Greek

Adjective

ασελιδοποίητος • (aselidopoíitosm (feminine ασελιδοποίητη, neuter ασελιδοποίητο)

  1. (printing) unpaged, unpaginated
    ασελιδοποίητο δοκίμιοaselidopoíito dokímiogalley proof

Declension

Declension of ασελιδοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασελιδοποίητος (aselidopoíitos) ασελιδοποίητη (aselidopoíiti) ασελιδοποίητο (aselidopoíito) ασελιδοποίητοι (aselidopoíitoi) ασελιδοποίητες (aselidopoíites) ασελιδοποίητα (aselidopoíita)
genitive ασελιδοποίητου (aselidopoíitou) ασελιδοποίητης (aselidopoíitis) ασελιδοποίητου (aselidopoíitou) ασελιδοποίητων (aselidopoíiton) ασελιδοποίητων (aselidopoíiton) ασελιδοποίητων (aselidopoíiton)
accusative ασελιδοποίητο (aselidopoíito) ασελιδοποίητη (aselidopoíiti) ασελιδοποίητο (aselidopoíito) ασελιδοποίητους (aselidopoíitous) ασελιδοποίητες (aselidopoíites) ασελιδοποίητα (aselidopoíita)
vocative ασελιδοποίητε (aselidopoíite) ασελιδοποίητη (aselidopoíiti) ασελιδοποίητο (aselidopoíito) ασελιδοποίητοι (aselidopoíitoi) ασελιδοποίητες (aselidopoíites) ασελιδοποίητα (aselidopoíita)

Further reading