αστρατολόγητος

Greek

Adjective

αστρατολόγητος • (astratológitosm (feminine αστρατολόγητη, neuter αστρατολόγητο)

  1. unrecruited, not called up

Declension

Declension of αστρατολόγητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστρατολόγητος (astratológitos) αστρατολόγητη (astratológiti) αστρατολόγητο (astratológito) αστρατολόγητοι (astratológitoi) αστρατολόγητες (astratológites) αστρατολόγητα (astratológita)
genitive αστρατολόγητου (astratológitou) αστρατολόγητης (astratológitis) αστρατολόγητου (astratológitou) αστρατολόγητων (astratológiton) αστρατολόγητων (astratológiton) αστρατολόγητων (astratológiton)
accusative αστρατολόγητο (astratológito) αστρατολόγητη (astratológiti) αστρατολόγητο (astratológito) αστρατολόγητους (astratológitous) αστρατολόγητες (astratológites) αστρατολόγητα (astratológita)
vocative αστρατολόγητε (astratológite) αστρατολόγητη (astratológiti) αστρατολόγητο (astratológito) αστρατολόγητοι (astratológitoi) αστρατολόγητες (astratológites) αστρατολόγητα (astratológita)

Further reading