αστροφώτιστος

Greek

Adjective

αστροφώτιστος • (astrofótistosm (feminine αστροφώτιστη, neuter αστροφώτιστο)

  1. starlit

Declension

Declension of αστροφώτιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστροφώτιστος (astrofótistos) αστροφώτιστη (astrofótisti) αστροφώτιστο (astrofótisto) αστροφώτιστοι (astrofótistoi) αστροφώτιστες (astrofótistes) αστροφώτιστα (astrofótista)
genitive αστροφώτιστου (astrofótistou) αστροφώτιστης (astrofótistis) αστροφώτιστου (astrofótistou) αστροφώτιστων (astrofótiston) αστροφώτιστων (astrofótiston) αστροφώτιστων (astrofótiston)
accusative αστροφώτιστο (astrofótisto) αστροφώτιστη (astrofótisti) αστροφώτιστο (astrofótisto) αστροφώτιστους (astrofótistous) αστροφώτιστες (astrofótistes) αστροφώτιστα (astrofótista)
vocative αστροφώτιστε (astrofótiste) αστροφώτιστη (astrofótisti) αστροφώτιστο (astrofótisto) αστροφώτιστοι (astrofótistoi) αστροφώτιστες (astrofótistes) αστροφώτιστα (astrofótista)