αστυκτηνιατρικός
Greek
Adjective
αστυκτηνιατρικός • (astyktiniatrikós) m (feminine αστυκτηνιατρική, neuter αστυκτηνιατρικό)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | αστυκτηνιατρικός (astyktiniatrikós) | αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) | αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) | αστυκτηνιατρικοί (astyktiniatrikoí) | αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) | αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká) | |
| genitive | αστυκτηνιατρικού (astyktiniatrikoú) | αστυκτηνιατρικής (astyktiniatrikís) | αστυκτηνιατρικού (astyktiniatrikoú) | αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) | αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) | αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) | |
| accusative | αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) | αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) | αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) | αστυκτηνιατρικούς (astyktiniatrikoús) | αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) | αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká) | |
| vocative | αστυκτηνιατρικέ (astyktiniatriké) | αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) | αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) | αστυκτηνιατρικοί (astyktiniatrikoí) | αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) | αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká) | |
Related terms
- see: αστυκτηνίατρος m or f (astyktiníatros, “municipal veterinary surgeon”)
Further reading
- αστυκτηνιατρικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language