αστυκτηνιατρικός

Greek

Adjective

αστυκτηνιατρικός • (astyktiniatrikósm (feminine αστυκτηνιατρική, neuter αστυκτηνιατρικό)

  1. municipal veterinary

Declension

Declension of αστυκτηνιατρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστυκτηνιατρικός (astyktiniatrikós) αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) αστυκτηνιατρικοί (astyktiniatrikoí) αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká)
genitive αστυκτηνιατρικού (astyktiniatrikoú) αστυκτηνιατρικής (astyktiniatrikís) αστυκτηνιατρικού (astyktiniatrikoú) αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón) αστυκτηνιατρικών (astyktiniatrikón)
accusative αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) αστυκτηνιατρικούς (astyktiniatrikoús) αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká)
vocative αστυκτηνιατρικέ (astyktiniatriké) αστυκτηνιατρική (astyktiniatrikí) αστυκτηνιατρικό (astyktiniatrikó) αστυκτηνιατρικοί (astyktiniatrikoí) αστυκτηνιατρικές (astyktiniatrikés) αστυκτηνιατρικά (astyktiniatriká)

Further reading