ασυγκράτητος

Greek

Adjective

ασυγκράτητος • (asygkrátitosm (feminine ασυγκράτητη, neuter ασυγκράτητο)

  1. unrestrained, uncontrollable, unchecked, rampant

Declension

Declension of ασυγκράτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασυγκράτητος (asygkrátitos) ασυγκράτητη (asygkrátiti) ασυγκράτητο (asygkrátito) ασυγκράτητοι (asygkrátitoi) ασυγκράτητες (asygkrátites) ασυγκράτητα (asygkrátita)
genitive ασυγκράτητου (asygkrátitou) ασυγκράτητης (asygkrátitis) ασυγκράτητου (asygkrátitou) ασυγκράτητων (asygkrátiton) ασυγκράτητων (asygkrátiton) ασυγκράτητων (asygkrátiton)
accusative ασυγκράτητο (asygkrátito) ασυγκράτητη (asygkrátiti) ασυγκράτητο (asygkrátito) ασυγκράτητους (asygkrátitous) ασυγκράτητες (asygkrátites) ασυγκράτητα (asygkrátita)
vocative ασυγκράτητε (asygkrátite) ασυγκράτητη (asygkrátiti) ασυγκράτητο (asygkrátito) ασυγκράτητοι (asygkrátitoi) ασυγκράτητες (asygkrátites) ασυγκράτητα (asygkrátita)

Further reading