αταχτοποίητος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.ta.xtoˈpi.i.tos/
- Hyphenation: α‧τα‧χτο‧ποί‧η‧τος
Adjective
αταχτοποίητος • (atachtopoíitos) m (feminine αταχτοποίητη, neuter αταχτοποίητο)
- less formal form of ατακτοποίητος (ataktopoíitos) with colloquial χτ-
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | αταχτοποίητος (atachtopoíitos) | αταχτοποίητη (atachtopoíiti) | αταχτοποίητο (atachtopoíito) | αταχτοποίητοι (atachtopoíitoi) | αταχτοποίητες (atachtopoíites) | αταχτοποίητα (atachtopoíita) | |
| genitive | αταχτοποίητου (atachtopoíitou) | αταχτοποίητης (atachtopoíitis) | αταχτοποίητου (atachtopoíitou) | αταχτοποίητων (atachtopoíiton) | αταχτοποίητων (atachtopoíiton) | αταχτοποίητων (atachtopoíiton) | |
| accusative | αταχτοποίητο (atachtopoíito) | αταχτοποίητη (atachtopoíiti) | αταχτοποίητο (atachtopoíito) | αταχτοποίητους (atachtopoíitous) | αταχτοποίητες (atachtopoíites) | αταχτοποίητα (atachtopoíita) | |
| vocative | αταχτοποίητε (atachtopoíite) | αταχτοποίητη (atachtopoíiti) | αταχτοποίητο (atachtopoíito) | αταχτοποίητοι (atachtopoíitoi) | αταχτοποίητες (atachtopoíites) | αταχτοποίητα (atachtopoíita) | |