ατετραγώνιστος

Greek

Adjective

ατετραγώνιστος • (atetragónistosm (feminine ατετραγώνιστη, neuter ατετραγώνιστο)

  1. not squared
    Antonym: τετραγωνισμένος (tetragonisménos)
    ο κύκλος είναι ατετραγώνιστοςo kýklos eínai atetragónistosthe circle cannot be squared

Declension

Declension of ατετραγώνιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατετραγώνιστος (atetragónistos) ατετραγώνιστη (atetragónisti) ατετραγώνιστο (atetragónisto) ατετραγώνιστοι (atetragónistoi) ατετραγώνιστες (atetragónistes) ατετραγώνιστα (atetragónista)
genitive ατετραγώνιστου (atetragónistou) ατετραγώνιστης (atetragónistis) ατετραγώνιστου (atetragónistou) ατετραγώνιστων (atetragóniston) ατετραγώνιστων (atetragóniston) ατετραγώνιστων (atetragóniston)
accusative ατετραγώνιστο (atetragónisto) ατετραγώνιστη (atetragónisti) ατετραγώνιστο (atetragónisto) ατετραγώνιστους (atetragónistous) ατετραγώνιστες (atetragónistes) ατετραγώνιστα (atetragónista)
vocative ατετραγώνιστε (atetragóniste) ατετραγώνιστη (atetragónisti) ατετραγώνιστο (atetragónisto) ατετραγώνιστοι (atetragónistoi) ατετραγώνιστες (atetragónistes) ατετραγώνιστα (atetragónista)

Further reading