ατετραγώνιστος
Greek
Adjective
ατετραγώνιστος • (atetragónistos) m (feminine ατετραγώνιστη, neuter ατετραγώνιστο)
- not squared
- Antonym: τετραγωνισμένος (tetragonisménos)
- ο κύκλος είναι ατετραγώνιστος ― o kýklos eínai atetragónistos ― the circle cannot be squared
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | ατετραγώνιστος (atetragónistos) | ατετραγώνιστη (atetragónisti) | ατετραγώνιστο (atetragónisto) | ατετραγώνιστοι (atetragónistoi) | ατετραγώνιστες (atetragónistes) | ατετραγώνιστα (atetragónista) | |
| genitive | ατετραγώνιστου (atetragónistou) | ατετραγώνιστης (atetragónistis) | ατετραγώνιστου (atetragónistou) | ατετραγώνιστων (atetragóniston) | ατετραγώνιστων (atetragóniston) | ατετραγώνιστων (atetragóniston) | |
| accusative | ατετραγώνιστο (atetragónisto) | ατετραγώνιστη (atetragónisti) | ατετραγώνιστο (atetragónisto) | ατετραγώνιστους (atetragónistous) | ατετραγώνιστες (atetragónistes) | ατετραγώνιστα (atetragónista) | |
| vocative | ατετραγώνιστε (atetragóniste) | ατετραγώνιστη (atetragónisti) | ατετραγώνιστο (atetragónisto) | ατετραγώνιστοι (atetragónistoi) | ατετραγώνιστες (atetragónistes) | ατετραγώνιστα (atetragónista) | |
Related terms
- τετραγωνίζω (tetragonízo, “to make square”)
Further reading
- “ατετραγώνιστος”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language