αυξητικός

Greek

Adjective

αυξητικός • (afxitikósm (feminine αυξητική, neuter αυξητικό)

  1. augmentative, upward

Declension

Declension of αυξητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυξητικός (afxitikós) αυξητική (afxitikí) αυξητικό (afxitikó) αυξητικοί (afxitikoí) αυξητικές (afxitikés) αυξητικά (afxitiká)
genitive αυξητικού (afxitikoú) αυξητικής (afxitikís) αυξητικού (afxitikoú) αυξητικών (afxitikón) αυξητικών (afxitikón) αυξητικών (afxitikón)
accusative αυξητικό (afxitikó) αυξητική (afxitikí) αυξητικό (afxitikó) αυξητικούς (afxitikoús) αυξητικές (afxitikés) αυξητικά (afxitiká)
vocative αυξητικέ (afxitiké) αυξητική (afxitikí) αυξητικό (afxitikó) αυξητικοί (afxitikoí) αυξητικές (afxitikés) αυξητικά (afxitiká)