αυτοβιογραφικός

Greek

Adjective

αυτοβιογραφικός • (aftoviografikósm (feminine αυτοβιογραφική, neuter αυτοβιογραφικό)

  1. autobiographical

Declension

Declension of αυτοβιογραφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτοβιογραφικός (aftoviografikós) αυτοβιογραφική (aftoviografikí) αυτοβιογραφικό (aftoviografikó) αυτοβιογραφικοί (aftoviografikoí) αυτοβιογραφικές (aftoviografikés) αυτοβιογραφικά (aftoviografiká)
genitive αυτοβιογραφικού (aftoviografikoú) αυτοβιογραφικής (aftoviografikís) αυτοβιογραφικού (aftoviografikoú) αυτοβιογραφικών (aftoviografikón) αυτοβιογραφικών (aftoviografikón) αυτοβιογραφικών (aftoviografikón)
accusative αυτοβιογραφικό (aftoviografikó) αυτοβιογραφική (aftoviografikí) αυτοβιογραφικό (aftoviografikó) αυτοβιογραφικούς (aftoviografikoús) αυτοβιογραφικές (aftoviografikés) αυτοβιογραφικά (aftoviografiká)
vocative αυτοβιογραφικέ (aftoviografiké) αυτοβιογραφική (aftoviografikí) αυτοβιογραφικό (aftoviografikó) αυτοβιογραφικοί (aftoviografikoí) αυτοβιογραφικές (aftoviografikés) αυτοβιογραφικά (aftoviografiká)

Further reading