αυτοεξόριστος

Greek

Adjective

αυτοεξόριστος • (aftoexóristosm (feminine αυτοεξόριστη, neuter αυτοεξόριστο)

  1. self-exiled

Declension

Declension of αυτοεξόριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτοεξόριστος (aftoexóristos) αυτοεξόριστη (aftoexóristi) αυτοεξόριστο (aftoexóristo) αυτοεξόριστοι (aftoexóristoi) αυτοεξόριστες (aftoexóristes) αυτοεξόριστα (aftoexórista)
genitive αυτοεξόριστου (aftoexóristou) αυτοεξόριστης (aftoexóristis) αυτοεξόριστου (aftoexóristou) αυτοεξόριστων (aftoexóriston) αυτοεξόριστων (aftoexóriston) αυτοεξόριστων (aftoexóriston)
accusative αυτοεξόριστο (aftoexóristo) αυτοεξόριστη (aftoexóristi) αυτοεξόριστο (aftoexóristo) αυτοεξόριστους (aftoexóristous) αυτοεξόριστες (aftoexóristes) αυτοεξόριστα (aftoexórista)
vocative αυτοεξόριστε (aftoexóriste) αυτοεξόριστη (aftoexóristi) αυτοεξόριστο (aftoexóristo) αυτοεξόριστοι (aftoexóristoi) αυτοεξόριστες (aftoexóristes) αυτοεξόριστα (aftoexórista)

Noun

αυτοεξόριστος • (aftoexóristosm (plural αυτοεξόριστοι, feminine αυτοεξόριστη)

  1. emigré

Declension

Declension of αυτοεξόριστος
singular plural
nominative αυτοεξόριστος (aftoexóristos) αυτοεξόριστοι (aftoexóristoi)
genitive αυτοεξόριστου (aftoexóristou)
αυτοεξορίστου (aftoexorístou)
αυτοεξόριστων (aftoexóriston)
αυτοεξορίστων (aftoexoríston)
accusative αυτοεξόριστο (aftoexóristo) αυτοεξόριστους (aftoexóristous)
αυτοεξορίστους (aftoexorístous)
vocative αυτοεξόριστε (aftoexóriste) αυτοεξόριστοι (aftoexóristoi)

Second forms are formal.