αυτοκινητόδρομος

Greek

Noun

αυτοκινητόδρομος • (aftokinitódromosm (plural αυτοκινητόδρομοι)

  1. motorway (UK), turnpike (US)

Declension

Declension of αυτοκινητόδρομος
singular plural
nominative αυτοκινητόδρομος (aftokinitódromos) αυτοκινητόδρομοι (aftokinitódromoi)
genitive αυτοκινητοδρόμου (aftokinitodrómou) αυτοκινητοδρόμων (aftokinitodrómon)
accusative αυτοκινητόδρομο (aftokinitódromo) αυτοκινητοδρόμους (aftokinitodrómous)
vocative αυτοκινητόδρομε (aftokinitódrome) αυτοκινητόδρομοι (aftokinitódromoi)

Further reading