αυτοϊκανοποιημένος

Greek

Etymology

Perfect participle of αυτοϊκανοποιούμαι (aftoïkanopoioúmai, to satisfy oneself)

Participle

αυτοϊκανοποιημένος • (aftoïkanopoiiménosm (feminine αυτοϊκανοποιημένη, neuter αυτοϊκανοποιημένο)

  1. self-satisfied

Declension

Declension of αυτοϊκανοποιημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτοϊκανοποιημένος (aftoïkanopoiiménos) αυτοϊκανοποιημένη (aftoïkanopoiiméni) αυτοϊκανοποιημένο (aftoïkanopoiiméno) αυτοϊκανοποιημένοι (aftoïkanopoiiménoi) αυτοϊκανοποιημένες (aftoïkanopoiiménes) αυτοϊκανοποιημένα (aftoïkanopoiiména)
genitive αυτοϊκανοποιημένου (aftoïkanopoiiménou) αυτοϊκανοποιημένης (aftoïkanopoiiménis) αυτοϊκανοποιημένου (aftoïkanopoiiménou) αυτοϊκανοποιημένων (aftoïkanopoiiménon) αυτοϊκανοποιημένων (aftoïkanopoiiménon) αυτοϊκανοποιημένων (aftoïkanopoiiménon)
accusative αυτοϊκανοποιημένο (aftoïkanopoiiméno) αυτοϊκανοποιημένη (aftoïkanopoiiméni) αυτοϊκανοποιημένο (aftoïkanopoiiméno) αυτοϊκανοποιημένους (aftoïkanopoiiménous) αυτοϊκανοποιημένες (aftoïkanopoiiménes) αυτοϊκανοποιημένα (aftoïkanopoiiména)
vocative αυτοϊκανοποιημένε (aftoïkanopoiiméne) αυτοϊκανοποιημένη (aftoïkanopoiiméni) αυτοϊκανοποιημένο (aftoïkanopoiiméno) αυτοϊκανοποιημένοι (aftoïkanopoiiménoi) αυτοϊκανοποιημένες (aftoïkanopoiiménes) αυτοϊκανοποιημένα (aftoïkanopoiiména)

Further reading