αυτόματες ταμειακές μηχανές
Greek
Noun
αυτόματες ταμειακές μηχανές • (aftómates tameiakés michanés) f
- nominative/accusative/vocative plural of αυτόματη ταμειακή μηχανή (aftómati tameiakí michaní)
αυτόματες ταμειακές μηχανές • (aftómates tameiakés michanés) f