αχρησιμοποίητος

Greek

Adjective

αχρησιμοποίητος • (achrisimopoíitosm (feminine αχρησιμοποίητη, neuter αχρησιμοποίητο)

  1. unused, not used

Declension

Declension of αχρησιμοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αχρησιμοποίητος (achrisimopoíitos) αχρησιμοποίητη (achrisimopoíiti) αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) αχρησιμοποίητοι (achrisimopoíitoi) αχρησιμοποίητες (achrisimopoíites) αχρησιμοποίητα (achrisimopoíita)
genitive αχρησιμοποίητου (achrisimopoíitou) αχρησιμοποίητης (achrisimopoíitis) αχρησιμοποίητου (achrisimopoíitou) αχρησιμοποίητων (achrisimopoíiton) αχρησιμοποίητων (achrisimopoíiton) αχρησιμοποίητων (achrisimopoíiton)
accusative αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) αχρησιμοποίητη (achrisimopoíiti) αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) αχρησιμοποίητους (achrisimopoíitous) αχρησιμοποίητες (achrisimopoíites) αχρησιμοποίητα (achrisimopoíita)
vocative αχρησιμοποίητε (achrisimopoíite) αχρησιμοποίητη (achrisimopoíiti) αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) αχρησιμοποίητοι (achrisimopoíitoi) αχρησιμοποίητες (achrisimopoíites) αχρησιμοποίητα (achrisimopoíita)

Synonyms