αχρησιμοποίητος
Greek
Adjective
αχρησιμοποίητος • (achrisimopoíitos) m (feminine αχρησιμοποίητη, neuter αχρησιμοποίητο)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | αχρησιμοποίητος (achrisimopoíitos) | αχρησιμοποίητη (achrisimopoíiti) | αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) | αχρησιμοποίητοι (achrisimopoíitoi) | αχρησιμοποίητες (achrisimopoíites) | αχρησιμοποίητα (achrisimopoíita) | |
| genitive | αχρησιμοποίητου (achrisimopoíitou) | αχρησιμοποίητης (achrisimopoíitis) | αχρησιμοποίητου (achrisimopoíitou) | αχρησιμοποίητων (achrisimopoíiton) | αχρησιμοποίητων (achrisimopoíiton) | αχρησιμοποίητων (achrisimopoíiton) | |
| accusative | αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) | αχρησιμοποίητη (achrisimopoíiti) | αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) | αχρησιμοποίητους (achrisimopoíitous) | αχρησιμοποίητες (achrisimopoíites) | αχρησιμοποίητα (achrisimopoíita) | |
| vocative | αχρησιμοποίητε (achrisimopoíite) | αχρησιμοποίητη (achrisimopoíiti) | αχρησιμοποίητο (achrisimopoíito) | αχρησιμοποίητοι (achrisimopoíitoi) | αχρησιμοποίητες (achrisimopoíites) | αχρησιμοποίητα (achrisimopoíita) | |
Synonyms
- αμεταχείριστος (ametacheíristos)