βακτηριολογικός
Greek
Adjective
βακτηριολογικός • (vaktiriologikós) m (feminine βακτηριολογική, neuter βακτηριολογικό)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | βακτηριολογικός (vaktiriologikós) | βακτηριολογική (vaktiriologikí) | βακτηριολογικό (vaktiriologikó) | βακτηριολογικοί (vaktiriologikoí) | βακτηριολογικές (vaktiriologikés) | βακτηριολογικά (vaktiriologiká) | |
| genitive | βακτηριολογικού (vaktiriologikoú) | βακτηριολογικής (vaktiriologikís) | βακτηριολογικού (vaktiriologikoú) | βακτηριολογικών (vaktiriologikón) | βακτηριολογικών (vaktiriologikón) | βακτηριολογικών (vaktiriologikón) | |
| accusative | βακτηριολογικό (vaktiriologikó) | βακτηριολογική (vaktiriologikí) | βακτηριολογικό (vaktiriologikó) | βακτηριολογικούς (vaktiriologikoús) | βακτηριολογικές (vaktiriologikés) | βακτηριολογικά (vaktiriologiká) | |
| vocative | βακτηριολογικέ (vaktiriologiké) | βακτηριολογική (vaktiriologikí) | βακτηριολογικό (vaktiriologikó) | βακτηριολογικοί (vaktiriologikoí) | βακτηριολογικές (vaktiriologikés) | βακτηριολογικά (vaktiriologiká) | |
Related terms
- βακτηριολογία f (vaktiriología) (bacteriology)