βατραχοφάγος

Greek

Etymology

βάτραχος (vátrachos, frog) +‎ -φάγος (-fágos, eater)

Adjective

βατραχοφάγος • (vatrachofágosm (feminine βατραχοφάγος, neuter βατραχοφάγο)

  1. frog eating

Declension

Declension of βατραχοφάγος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βατραχοφάγος (vatrachofágos) βατραχοφάγος (vatrachofágos) βατραχοφάγο (vatrachofágo) βατραχοφάγοι (vatrachofágoi) βατραχοφάγοι (vatrachofágoi) βατραχοφάγα (vatrachofága)
genitive βατραχοφάγου (vatrachofágou) βατραχοφάγου (vatrachofágou) βατραχοφάγου (vatrachofágou) βατραχοφάγων (vatrachofágon) βατραχοφάγων (vatrachofágon) βατραχοφάγων (vatrachofágon)
accusative βατραχοφάγο (vatrachofágo) βατραχοφάγο (vatrachofágo) βατραχοφάγο (vatrachofágo) βατραχοφάγους (vatrachofágous) βατραχοφάγους (vatrachofágous) βατραχοφάγα (vatrachofága)
vocative βατραχοφάγε (vatrachofáge) βατραχοφάγε (vatrachofáge) βατραχοφάγο (vatrachofágo) βατραχοφάγοι (vatrachofágoi) βατραχοφάγοι (vatrachofágoi) βατραχοφάγα (vatrachofága)

Further reading