γλῶττα

See also: γλώττα

Ancient Greek

Pronunciation

 

Noun

γλῶττα • (glôttaf (genitive γλώττης); first declension

  1. Attic form of γλῶσσα (glôssa)

Inflection

Derived terms

  • ἀθυρόγλωττος (athuróglōttos)
  • γλωττίζω (glōttízō)
  • γλωττικός (glōttikós)
  • γλωττίς (glōttís)
  • γλωττοδεψέω (glōttodepséō)
  • γλωττοειδής (glōttoeidḗs)
  • γλωττοποιέω (glōttopoiéō)
  • γλωττοστροφέω (glōttostrophéō)
  • θρασυγλωττία (thrasuglōttía)
  • κατάγλωττος (katáglōttos)
  • ψευδογλωττέω (pseudoglōttéō)

References