γνωστοποιώ
Greek
Etymology
Learnedly from γνωστ(ός) (gnost(ós)) + -ο- (-o-) + -ποιώ (-poió), with semantic loan from German bekanntmachen.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ɣno.sto.piˈo/
- Hyphenation: γνω‧στο‧ποι‧ώ
Verb
γνωστοποιώ • (gnostopoió) active (past γνωστοποίησα, passive γνωστοποιούμαι, p‑past γνωστοποιήθηκα, ppp γνωστοποιημένος)
- (transitive) to make known, to announce
Conjugation
γνωστοποιώ, γνωστοποιούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | γνωστοποιήσω | γνωστοποιούμαι | γνωστοποιηθώ | |
| 2 sg | γνωστοποιείς | γνωστοποιήσεις | γνωστοποιείσαι | γνωστοποιηθείς |
| 3 sg | γνωστοποιεί | γνωστοποιήσει | γνωστοποιείται | γνωστοποιηθεί |
| 1 pl | γνωστοποιούμε | γνωστοποιήσουμε, [-ομε] | γνωστοποιούμαστε, γνωστοποιόμαστε | γνωστοποιηθούμε |
| 2 pl | γνωστοποιείτε | γνωστοποιήσετε | γνωστοποιείστε, (γνωστοποιόσαστε) | γνωστοποιηθείτε |
| 3 pl | γνωστοποιούν(ε) | γνωστοποιήσουν(ε) | γνωστοποιούνται | γνωστοποιηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | γνωστοποιούσα | γνωστοποίησα | γνωστοποιούμουν(α), γνωστοποιόμουν(α) | γνωστοποιήθηκα |
| 2 sg | γνωστοποιούσες | γνωστοποίησες | [γνωστοποιούσουν(α)], γνωστοποιόσουν(α) | γνωστοποιήθηκες |
| 3 sg | γνωστοποιούσε | γνωστοποίησε | γνωστοποιούνταν, γνωστοποιόταν(ε), {γνωστοποιείτο} | γνωστοποιήθηκε |
| 1 pl | γνωστοποιούσαμε | γνωστοποιήσαμε | γνωστοποιούμασταν, (‑ούμαστε), γνωστοποιόμασταν, (‑όμαστε) | γνωστοποιηθήκαμε |
| 2 pl | γνωστοποιούσατε | γνωστοποιήσατε | [γνωστοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], γνωστοποιόσασταν, (‑όσαστε) | γνωστοποιηθήκατε |
| 3 pl | γνωστοποιούσαν(ε) | γνωστοποίησαν, γνωστοποιήσαν(ε) | γνωστοποιούνταν, γνωστοποιόνταν(ε), (γνωστοποιόντουσαν), {γνωστοποιούντο} | γνωστοποιήθηκαν, γνωστοποιηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα γνωστοποιήσω ➤ | θα γνωστοποιούμαι ➤ | θα γνωστοποιηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα γνωστοποιείς, … | θα γνωστοποιήσεις, … | θα γνωστοποιείσαι, … | θα γνωστοποιηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … γνωστοποιήσει έχω, έχεις, … γνωστοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … γνωστοποιηθεί είμαι, είσαι, … γνωστοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … γνωστοποιήσει είχα, είχες, … γνωστοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … γνωστοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … γνωστοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … γνωστοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … γνωστοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … γνωστοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … γνωστοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | γνωστοποίησε | — | γνωστοποιήσου |
| 2 pl | γνωστοποιείτε | γνωστοποιήστε | γνωστοποιείστε | γνωστοποιηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | γνωστοποιώντας ➤ | γνωστοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας γνωστοποιήσει ➤ | γνωστοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | γνωστοποιήσει | γνωστοποιηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- γνωστοποίηση f (gnostopoíisi)
References
- ^ γνωστοποιώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language