διαπιστώνω
Greek
Etymology
Learnedly from δια- (dia-) + πιστώ (pistó) + -ώνω (-óno).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ði̯a.piˈsto.no/, /ðʝa.piˈsto.no/
- Hyphenation: δι‧α‧πι‧στώ‧νω
Verb
διαπιστώνω • (diapistóno) (past διαπίστωσα, passive διαπιστώνομαι, p‑past διαπιστώθηκα, ppp διαπιστωμένος)
Conjugation
διαπιστώνω διαπιστώνομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | διαπιστώσω | διαπιστώνομαι | διαπιστωθώ | |
| 2 sg | διαπιστώνεις | διαπιστώσεις | διαπιστώνεσαι | διαπιστωθείς |
| 3 sg | διαπιστώνει | διαπιστώσει | διαπιστώνεται | διαπιστωθεί |
| 1 pl | διαπιστώνουμε, [‑ομε] | διαπιστώσουμε, [‑ομε] | διαπιστωνόμαστε | διαπιστωθούμε |
| 2 pl | διαπιστώνετε | διαπιστώσετε | διαπιστώνεστε, διαπιστωνόσαστε | διαπιστωθείτε |
| 3 pl | διαπιστώνουν(ε) | διαπιστώσουν(ε) | διαπιστώνονται | διαπιστωθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | διαπίστωνα | διαπίστωσα | διαπιστωνόμουν(α) | διαπιστώθηκα |
| 2 sg | διαπίστωνες | διαπίστωσες | διαπιστωνόσουν(α) | διαπιστώθηκες |
| 3 sg | διαπίστωνε | διαπίστωσε | διαπιστωνόταν(ε) | διαπιστώθηκε |
| 1 pl | διαπιστώναμε | διαπιστώσαμε | διαπιστωνόμασταν, (‑όμαστε) | διαπιστωθήκαμε |
| 2 pl | διαπιστώνατε | διαπιστώσατε | διαπιστωνόσασταν, (‑όσαστε) | διαπιστωθήκατε |
| 3 pl | διαπίστωναν, διαπιστώναν(ε) | διαπίστωσαν, διαπιστώσαν(ε) | διαπιστώνονταν, (διαπιστωνόντουσαν) | διαπιστώθηκαν, διαπιστωθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα διαπιστώσω ➤ | θα διαπιστώνομαι ➤ | θα διαπιστωθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαπιστώνεις, … | θα διαπιστώσεις, … | θα διαπιστώνεσαι, … | θα διαπιστωθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαπιστώσει έχω, έχεις, … διαπιστωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαπιστωθεί είμαι, είσαι, … διαπιστωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαπιστώσει είχα, είχες, … διαπιστωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαπιστωθεί ήμουν, ήσουν, … διαπιστωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαπιστώσει θα έχω, θα έχεις, … διαπιστωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαπιστωθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαπιστωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | διαπίστωνε | διαπίστωσε | — | διαπιστώσου |
| 2 pl | διαπιστώνετε | διαπιστώστε | διαπιστώνεστε | διαπιστωθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | διαπιστώνοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας διαπιστώσει ➤ | διαπιστωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | διαπιστώσει | διαπιστωθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- διαπίστωση f (diapístosi)
References
- ^ διαπιστώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language