διαρρυθμίζω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek διαρρυθμίζω (diarrhuthmízō).[1] By surface analysis, δια- (dia-) + ρυθμίζω (rythmízo).
Pronunciation
- IPA(key): /ði.a.ɾiθˈmi.zo/
- Hyphenation: δι‧αρ‧ρυθ‧μί‧ζω
Verb
διαρρυθμίζω • (diarrythmízo) (past διαρρύθμισα, passive διαρρυθμίζομαι, p‑past διαρρυθμίστηκα, ppp διαρρυθμισμένος)
Conjugation
διαρρυθμίζω διαρρυθμίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | διαρρυθμίσω | διαρρυθμίζομαι | διαρρυθμιστώ | |
| 2 sg | διαρρυθμίζεις | διαρρυθμίσεις | διαρρυθμίζεσαι | διαρρυθμιστείς |
| 3 sg | διαρρυθμίζει | διαρρυθμίσει | διαρρυθμίζεται | διαρρυθμιστεί |
| 1 pl | διαρρυθμίζουμε, [‑ομε] | διαρρυθμίσουμε, [‑ομε] | διαρρυθμιζόμαστε | διαρρυθμιστούμε |
| 2 pl | διαρρυθμίζετε | διαρρυθμίσετε | διαρρυθμίζεστε, διαρρυθμιζόσαστε | διαρρυθμιστείτε |
| 3 pl | διαρρυθμίζουν(ε) | διαρρυθμίσουν(ε) | διαρρυθμίζονται | διαρρυθμιστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | διαρρύθμιζα | διαρρύθμισα | διαρρυθμιζόμουν(α) | διαρρυθμίστηκα |
| 2 sg | διαρρύθμιζες | διαρρύθμισες | διαρρυθμιζόσουν(α) | διαρρυθμίστηκες |
| 3 sg | διαρρύθμιζε | διαρρύθμισε | διαρρυθμιζόταν(ε) | διαρρυθμίστηκε |
| 1 pl | διαρρυθμίζαμε | διαρρυθμίσαμε | διαρρυθμιζόμασταν, (‑όμαστε) | διαρρυθμιστήκαμε |
| 2 pl | διαρρυθμίζατε | διαρρυθμίσατε | διαρρυθμιζόσασταν, (‑όσαστε) | διαρρυθμιστήκατε |
| 3 pl | διαρρύθμιζαν, διαρρυθμίζαν(ε) | διαρρύθμισαν, διαρρυθμίσαν(ε) | διαρρυθμίζονταν, (διαρρυθμιζόντουσαν) | διαρρυθμίστηκαν, διαρρυθμιστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα διαρρυθμίσω ➤ | θα διαρρυθμίζομαι ➤ | θα διαρρυθμιστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαρρυθμίζεις, … | θα διαρρυθμίσεις, … | θα διαρρυθμίζεσαι, … | θα διαρρυθμιστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαρρυθμίσει έχω, έχεις, … διαρρυθμισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαρρυθμιστεί είμαι, είσαι, … διαρρυθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαρρυθμίσει είχα, είχες, … διαρρυθμισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαρρυθμιστεί ήμουν, ήσουν, … διαρρυθμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαρρυθμίσει θα έχω, θα έχεις, … διαρρυθμισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαρρυθμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαρρυθμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | διαρρύθμιζε | διαρρύθμισε | — | διαρρυθμίσου |
| 2 pl | διαρρυθμίζετε | διαρρυθμίστε | διαρρυθμίζεστε | διαρρυθμιστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | διαρρυθμίζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας διαρρυθμίσει ➤ | διαρρυθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | διαρρυθμίσει | διαρρυθμιστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- αδιαρρύθμιστος (adiarrýthmistos)
- διαρρύθμιση f (diarrýthmisi)
- διαρρυθμιστικός (diarrythmistikós)
References
- ^ διαρρυθμίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language