διαφοροποιώ
Greek
Etymology
Learnedly from διάφορ(ος) (diáfor(os)) + -ο- (-o-) + -ποιώ (-poió), a calque of French différencier.[1]
Verb
διαφοροποιώ • (diaforopoió) (past διαφοροποίησα, passive διαφοροποιούμαι, p‑past διαφοροποιήθηκα, ppp διαφοροποιημένος)
- (transitive) to differentiate (to show or be the difference or distinction between two things)
- (transitive) to differentiate (to recognize a difference or distinction between two things)
Conjugation
διαφοροποιώ, διαφοροποιούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | διαφοροποιήσω | διαφοροποιούμαι | διαφοροποιηθώ | |
| 2 sg | διαφοροποιείς | διαφοροποιήσεις | διαφοροποιείσαι | διαφοροποιηθείς |
| 3 sg | διαφοροποιεί | διαφοροποιήσει | διαφοροποιείται | διαφοροποιηθεί |
| 1 pl | διαφοροποιούμε | διαφοροποιήσουμε, [-ομε] | διαφοροποιούμαστε, διαφοροποιόμαστε | διαφοροποιηθούμε |
| 2 pl | διαφοροποιείτε | διαφοροποιήσετε | διαφοροποιείστε, (διαφοροποιόσαστε) | διαφοροποιηθείτε |
| 3 pl | διαφοροποιούν(ε) | διαφοροποιήσουν(ε) | διαφοροποιούνται | διαφοροποιηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | διαφοροποιούσα | διαφοροποίησα | διαφοροποιούμουν(α), διαφοροποιόμουν(α) | διαφοροποιήθηκα |
| 2 sg | διαφοροποιούσες | διαφοροποίησες | [διαφοροποιούσουν(α)], διαφοροποιόσουν(α) | διαφοροποιήθηκες |
| 3 sg | διαφοροποιούσε | διαφοροποίησε | διαφοροποιούνταν, διαφοροποιόταν(ε), {διαφοροποιείτο} | διαφοροποιήθηκε |
| 1 pl | διαφοροποιούσαμε | διαφοροποιήσαμε | διαφοροποιούμασταν, (‑ούμαστε), διαφοροποιόμασταν, (‑όμαστε) | διαφοροποιηθήκαμε |
| 2 pl | διαφοροποιούσατε | διαφοροποιήσατε | [διαφοροποιούσασταν, (‑ούσαστε)], διαφοροποιόσασταν, (‑όσαστε) | διαφοροποιηθήκατε |
| 3 pl | διαφοροποιούσαν(ε) | διαφοροποίησαν, διαφοροποιήσαν(ε) | διαφοροποιούνταν, διαφοροποιόνταν(ε), (διαφοροποιόντουσαν), {διαφοροποιούντο} | διαφοροποιήθηκαν, διαφοροποιηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα διαφοροποιήσω ➤ | θα διαφοροποιούμαι ➤ | θα διαφοροποιηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαφοροποιείς, … | θα διαφοροποιήσεις, … | θα διαφοροποιείσαι, … | θα διαφοροποιηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαφοροποιήσει έχω, έχεις, … διαφοροποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαφοροποιηθεί είμαι, είσαι, … διαφοροποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαφοροποιήσει είχα, είχες, … διαφοροποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαφοροποιηθεί ήμουν, ήσουν, … διαφοροποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαφοροποιήσει θα έχω, θα έχεις, … διαφοροποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαφοροποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαφοροποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | διαφοροποίησε | — | διαφοροποιήσου |
| 2 pl | διαφοροποιείτε | διαφοροποιήστε | διαφοροποιείστε | διαφοροποιηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | διαφοροποιώντας ➤ | διαφοροποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας διαφοροποιήσει ➤ | διαφοροποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | διαφοροποιήσει | διαφοροποιηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- διαφοροποίηση f (diaforopoíisi)
References
- ^ διαφοροποιώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language