διαφωτίζω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek διαφωτίζω (diaphōtízō).[1] By surface analysis, δια- (dia-) + φωτ- (fot-) + -ίζω (-ízo).
Pronunciation
- IPA(key): /ði̯a.foˈti.zo/, /ðʝa.foˈti.zo/
- Hyphenation: δι‧α‧φω‧τί‧ζω
Verb
διαφωτίζω • (diafotízo) (past διαφώτισα, passive διαφωτίζομαι, p‑past διαφωτίστηκα, ppp διαφωτισμένος)
- (transitive) to enlighten (to give knowledge or understanding to)
- Μήπως μπορείς να με διαφωτίσεις; (often ironic)
- Mípos boreís na me diafotíseis;
- Would you care to enlighten me?
- (literally, “Can you by any chance enlighten me?”)
Conjugation
διαφωτίζω διαφωτίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | διαφωτίσω | διαφωτίζομαι | διαφωτιστώ | |
| 2 sg | διαφωτίζεις | διαφωτίσεις | διαφωτίζεσαι | διαφωτιστείς |
| 3 sg | διαφωτίζει | διαφωτίσει | διαφωτίζεται | διαφωτιστεί |
| 1 pl | διαφωτίζουμε, [‑ομε] | διαφωτίσουμε, [‑ομε] | διαφωτιζόμαστε | διαφωτιστούμε |
| 2 pl | διαφωτίζετε | διαφωτίσετε | διαφωτίζεστε, διαφωτιζόσαστε | διαφωτιστείτε |
| 3 pl | διαφωτίζουν(ε) | διαφωτίσουν(ε) | διαφωτίζονται | διαφωτιστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | διαφώτιζα | διαφώτισα | διαφωτιζόμουν(α) | διαφωτίστηκα |
| 2 sg | διαφώτιζες | διαφώτισες | διαφωτιζόσουν(α) | διαφωτίστηκες |
| 3 sg | διαφώτιζε | διαφώτισε | διαφωτιζόταν(ε) | διαφωτίστηκε |
| 1 pl | διαφωτίζαμε | διαφωτίσαμε | διαφωτιζόμασταν, (‑όμαστε) | διαφωτιστήκαμε |
| 2 pl | διαφωτίζατε | διαφωτίσατε | διαφωτιζόσασταν, (‑όσαστε) | διαφωτιστήκατε |
| 3 pl | διαφώτιζαν, διαφωτίζαν(ε) | διαφώτισαν, διαφωτίσαν(ε) | διαφωτίζονταν, (διαφωτιζόντουσαν) | διαφωτίστηκαν, διαφωτιστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα διαφωτίσω ➤ | θα διαφωτίζομαι ➤ | θα διαφωτιστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαφωτίζεις, … | θα διαφωτίσεις, … | θα διαφωτίζεσαι, … | θα διαφωτιστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαφωτίσει έχω, έχεις, … διαφωτισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διαφωτιστεί είμαι, είσαι, … διαφωτισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαφωτίσει είχα, είχες, … διαφωτισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διαφωτιστεί ήμουν, ήσουν, … διαφωτισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαφωτίσει θα έχω, θα έχεις, … διαφωτισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διαφωτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … διαφωτισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | διαφώτιζε | διαφώτισε | — | διαφωτίσου |
| 2 pl | διαφωτίζετε | διαφωτίστε | διαφωτίζεστε | διαφωτιστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | διαφωτίζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας διαφωτίσει ➤ | διαφωτισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | διαφωτίσει | διαφωτιστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- διαφωτισμός m (diafotismós)
Related terms
- διαφώτιση f (diafótisi)
- διαφωτιστής m (diafotistís), διαφωτίστρια f (diafotístria)
- διαφωτιστικός (diafotistikós)
References
- ^ διαφωτίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language