διευκολύνω
Greek
Etymology
Learnedly from δι(α)- (di(a)-) + ευκολύνω (efkolýno) with semantic loan from French faciliter.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ði.ef.koˈli.no/
- Hyphenation: δι‧ευ‧κο‧λύ‧νω
Verb
διευκολύνω • (diefkolýno) (past διευκόλυνα, passive διευκολύνομαι, p‑past διευκολύνθηκα)
- to facilitate, to make easier
- Synonym: ευκολύνω (efkolýno)
- Antonym: δυσκολεύω (dyskolévo)
Conjugation
διευκολύνω διευκολύνομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | διευκολύνομαι | διευκολυνθώ | ||
| 2 sg | διευκολύνεις | διευκολύνεις | διευκολύνεσαι | διευκολυνθείς |
| 3 sg | διευκολύνει | διευκολύνει | διευκολύνεται | διευκολυνθεί |
| 1 pl | διευκολύνουμε, [‑ομε] | διευκολύνουμε, [‑ομε] | διευκολυνόμαστε | διευκολυνθούμε |
| 2 pl | διευκολύνετε | διευκολύνετε | διευκολύνεστε, διευκολυνόσαστε | διευκολυνθείτε |
| 3 pl | διευκολύνουν(ε) | διευκολύνουν(ε) | διευκολύνονται | διευκολυνθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | διευκόλυνα | διευκόλυνα | διευκολυνόμουν(α) | διευκολύνθηκα |
| 2 sg | διευκόλυνες | διευκόλυνες | διευκολυνόσουν(α) | διευκολύνθηκες |
| 3 sg | διευκόλυνε | διευκόλυνε | διευκολυνόταν(ε) | διευκολύνθηκε |
| 1 pl | διευκολύναμε | διευκολύναμε | διευκολυνόμασταν, (‑όμαστε) | διευκολυνθήκαμε |
| 2 pl | διευκολύνατε | διευκολύνατε | διευκολυνόσασταν, (‑όσαστε) | διευκολυνθήκατε |
| 3 pl | διευκόλυναν, διευκολύναν(ε) | διευκόλυναν, διευκολύναν(ε) | διευκολύνονταν, (διευκολυνόντουσαν) | διευκολύνθηκαν, διευκολυνθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα ➤ | θα διευκολύνομαι ➤ | θα διευκολυνθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διευκολύνεις, … | θα διευκολύνεις, … | θα διευκολύνεσαι, … | θα διευκολυνθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διευκολύνει έχω, έχεις, … διευκολυμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διευκολυνθεί είμαι, είσαι, … διευκολυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διευκολύνει είχα, είχες, … διευκολυμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διευκολυνθεί ήμουν, ήσουν, … διευκολυμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διευκολύνει θα έχω, θα έχεις, … διευκολυμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διευκολυνθεί θα είμαι, θα είσαι, … διευκολυμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | διευκόλυνε | διευκόλυνε | — | διευκολύνσου |
| 2 pl | διευκολύνετε | διευκολύνετε | διευκολύνεστε | διευκολυνθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | διευκολύνοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας διευκολύνει ➤ | διευκολυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | διευκολύνει | διευκολυνθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
References
- ^ διευκολύνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language