δολοφονώ
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek δολοφονῶ (dolophonô), contracted form of δολοφονέω (dolophonéō). See δόλος m (dólos, “deceit”) and φόνος m (fónos, “murder”).
Pronunciation
- IPA(key): /ðo.lo.foˈno/
- Hyphenation: δο‧λο‧φο‧νώ
Verb
δολοφονώ • (dolofonó) (past δολοφόνησα, passive δολοφονούμαι, p‑past δολοφονήθηκα, ppp δολοφονημένος)
- to murder, assassinate
Conjugation
δολοφονώ, δολοφονούμαι/(δολοφονιέμαι)
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | δολοφονήσω | δολοφονούμαι, δολοφονιέμαι1 | δολοφονηθώ | |
| 2 sg | δολοφονείς | δολοφονήσεις | δολοφονείσαι - δολοφονιέσαι | δολοφονηθείς |
| 3 sg | δολοφονεί | δολοφονήσει | δολοφονείται - δολοφονιέται | δολοφονηθεί |
| 1 pl | δολοφονούμε | δολοφονήσουμε, [-ομε] | δολοφονούμαστε - δολοφονιόμαστε | δολοφονηθούμε |
| 2 pl | δολοφονείτε | δολοφονήσετε | δολοφονείστε - δολοφονιέστε, δολοφονιόσαστε | δολοφονηθείτε |
| 3 pl | δολοφονούν(ε) | δολοφονήσουν(ε) | δολοφονούνται - δολοφονιούνται, δολοφονιόνται | δολοφονηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | δολοφονούσα | δολοφόνησα | [δολοφονούμουν(α)] - δολοφονιόμουν(α)1 | δολοφονήθηκα |
| 2 sg | δολοφονούσες | δολοφόνησες | [δολοφονούσουν(α)] - δολοφονιόσουν(α) | δολοφονήθηκες |
| 3 sg | δολοφονούσε | δολοφόνησε | δολοφονούνταν, {δολοφονείτο} - δολοφονιόταν(ε) | δολοφονήθηκε |
| 1 pl | δολοφονούσαμε | δολοφονήσαμε | δολοφονούμασταν, (‑ούμαστε) - δολοφονιόμασταν, (‑ιόμαστε) | δολοφονηθήκαμε |
| 2 pl | δολοφονούσατε | δολοφονήσατε | [δολοφονούσασταν, (‑ούσαστε)] - δολοφονιόσασταν, (‑ιόσαστε) | δολοφονηθήκατε |
| 3 pl | δολοφονούσαν(ε) | δολοφόνησαν, δολοφονήσαν(ε) | δολοφονούνταν, {δολοφονούντο} - δολοφονιούνταν, (δολοφονιόντουσαν) | δολοφονήθηκαν, δολοφονηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα δολοφονήσω ➤ | θα δολοφονούμαι - δολοφονιέμαι ➤ | θα δολοφονηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δολοφονείς, … | θα δολοφονήσεις, … | θα δολοφονείσαι - δολοφονιέσαι, … | θα δολοφονηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δολοφονήσει έχω, έχεις, … δολοφονημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δολοφονηθεί είμαι, είσαι, … δολοφονημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δολοφονήσει είχα, είχες, … δολοφονημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δολοφονηθεί ήμουν, ήσουν, … δολοφονημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δολοφονήσει θα έχω, θα έχεις, … δολοφονημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δολοφονηθεί θα είμαι, θα είσαι, … δολοφονημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | δολοφόνησε | — | δολοφονήσου |
| 2 pl | δολοφονείτε | δολοφονήστε | δολοφονείστε - δολοφονιέστε | δολοφονηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | δολοφονώντας ➤ | δολοφονούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας δολοφονήσει ➤ | δολοφονημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | δολοφονήσει | δολοφονηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal. • Second passive forms are colloquial. Found chiefly in the passive imperfect. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- δολοφονία f (dolofonía, “murder”)
- and see: δολοφόνος m (dolofónos, “murderer”)
Further reading
- δολοφονώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language