εγκαταλελειμμένος

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /eŋ.ɡa.ta.le.liˈme.nos/
  • Hyphenation: ε‧γκα‧τα‧λε‧λειμ‧μέ‧νος

Participle

εγκαταλελειμμένος • (egkataleleimménosm (feminine εγκαταλελειμμένη, neuter εγκαταλελειμμένο)

  1. passive perfect participle of εγκαταλείπω (egkataleípo): abandoned, forsaken, forlorn (deserted)

Declension

Declension of εγκαταλελειμμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εγκαταλελειμμένος (egkataleleimménos) εγκαταλελειμμένη (egkataleleimméni) εγκαταλελειμμένο (egkataleleimméno) εγκαταλελειμμένοι (egkataleleimménoi) εγκαταλελειμμένες (egkataleleimménes) εγκαταλελειμμένα (egkataleleimména)
genitive εγκαταλελειμμένου (egkataleleimménou) εγκαταλελειμμένης (egkataleleimménis) εγκαταλελειμμένου (egkataleleimménou) εγκαταλελειμμένων (egkataleleimménon) εγκαταλελειμμένων (egkataleleimménon) εγκαταλελειμμένων (egkataleleimménon)
accusative εγκαταλελειμμένο (egkataleleimméno) εγκαταλελειμμένη (egkataleleimméni) εγκαταλελειμμένο (egkataleleimméno) εγκαταλελειμμένους (egkataleleimménous) εγκαταλελειμμένες (egkataleleimménes) εγκαταλελειμμένα (egkataleleimména)
vocative εγκαταλελειμμένε (egkataleleimméne) εγκαταλελειμμένη (egkataleleimméni) εγκαταλελειμμένο (egkataleleimméno) εγκαταλελειμμένοι (egkataleleimménoi) εγκαταλελειμμένες (egkataleleimménes) εγκαταλελειμμένα (egkataleleimména)

References