εξοικειώνω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek ἐξοικειῶ (exoikeiô, “to appropriate”) with -ώνω (-óno) suffix and semantic loan from French familiariser.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /e.ksi.ciˈo.no/
- Hyphenation: ε‧ξοι‧κει‧ώ‧νω
Verb
εξοικειώνω • (exoikeióno) (past εξοικείωσα, passive εξοικειώνομαι, p‑past εξοικειώθηκα, ppp εξοικειωμένος)
- (transitive) to familiarize, to acquaint
Conjugation
εξοικειώνω εξοικειώνομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | εξοικειώσω | εξοικειώνομαι | εξοικειωθώ | |
| 2 sg | εξοικειώνεις | εξοικειώσεις | εξοικειώνεσαι | εξοικειωθείς |
| 3 sg | εξοικειώνει | εξοικειώσει | εξοικειώνεται | εξοικειωθεί |
| 1 pl | εξοικειώνουμε, [‑ομε] | εξοικειώσουμε, [‑ομε] | εξοικειωνόμαστε | εξοικειωθούμε |
| 2 pl | εξοικειώνετε | εξοικειώσετε | εξοικειώνεστε, εξοικειωνόσαστε | εξοικειωθείτε |
| 3 pl | εξοικειώνουν(ε) | εξοικειώσουν(ε) | εξοικειώνονται | εξοικειωθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | εξοικείωνα | εξοικείωσα | εξοικειωνόμουν(α) | εξοικειώθηκα |
| 2 sg | εξοικείωνες | εξοικείωσες | εξοικειωνόσουν(α) | εξοικειώθηκες |
| 3 sg | εξοικείωνε | εξοικείωσε | εξοικειωνόταν(ε) | εξοικειώθηκε |
| 1 pl | εξοικειώναμε | εξοικειώσαμε | εξοικειωνόμασταν, (‑όμαστε) | εξοικειωθήκαμε |
| 2 pl | εξοικειώνατε | εξοικειώσατε | εξοικειωνόσασταν, (‑όσαστε) | εξοικειωθήκατε |
| 3 pl | εξοικείωναν, εξοικειώναν(ε) | εξοικείωσαν, εξοικειώσαν(ε) | εξοικειώνονταν, (εξοικειωνόντουσαν) | εξοικειώθηκαν, εξοικειωθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα εξοικειώσω ➤ | θα εξοικειώνομαι ➤ | θα εξοικειωθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξοικειώνεις, … | θα εξοικειώσεις, … | θα εξοικειώνεσαι, … | θα εξοικειωθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξοικειώσει έχω, έχεις, … εξοικειωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξοικειωθεί είμαι, είσαι, … εξοικειωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξοικειώσει είχα, είχες, … εξοικειωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξοικειωθεί ήμουν, ήσουν, … εξοικειωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξοικειώσει θα έχω, θα έχεις, … εξοικειωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξοικειωθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξοικειωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | εξοικείωνε | εξοικείωσε | — | εξοικειώσου |
| 2 pl | εξοικειώνετε | εξοικειώστε | εξοικειώνεστε | εξοικειωθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | εξοικειώνοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας εξοικειώσει ➤ | εξοικειωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | εξοικειώσει | εξοικειωθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- εξοικείωση f (exoikeíosi)
References
- ^ εξοικειώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language