εξουσιοδοτώ
Greek
Etymology
Learnedly from εξουσί(α) (exousí(a)) + -ο- (-o-) + -δοτώ (-dotó), a loose calque of French autoriser.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /e.ksu.si.o.ðoˈto/
- Hyphenation: ε‧ξου‧σι‧ο‧δο‧τώ
Verb
εξουσιοδοτώ • (exousiodotó) (past εξουσιοδότησα, passive εξουσιοδοτούμαι, p‑past εξουσιοδοτήθηκα, ppp εξουσιοδοτημένος)
Conjugation
εξουσιοδοτώ, εξουσιοδοτούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | εξουσιοδοτήσω | εξουσιοδοτούμαι | εξουσιοδοτηθώ | |
| 2 sg | εξουσιοδοτείς | εξουσιοδοτήσεις | εξουσιοδοτείσαι | εξουσιοδοτηθείς |
| 3 sg | εξουσιοδοτεί | εξουσιοδοτήσει | εξουσιοδοτείται | εξουσιοδοτηθεί |
| 1 pl | εξουσιοδοτούμε | εξουσιοδοτήσουμε, [-ομε] | εξουσιοδοτούμαστε | εξουσιοδοτηθούμε |
| 2 pl | εξουσιοδοτείτε | εξουσιοδοτήσετε | εξουσιοδοτείστε | εξουσιοδοτηθείτε |
| 3 pl | εξουσιοδοτούν(ε) | εξουσιοδοτήσουν(ε) | εξουσιοδοτούνται | εξουσιοδοτηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | εξουσιοδοτούσα | εξουσιοδότησα | [εξουσιοδοτούμουν(α)] | εξουσιοδοτήθηκα |
| 2 sg | εξουσιοδοτούσες | εξουσιοδότησες | [εξουσιοδοτούσουν(α)] | εξουσιοδοτήθηκες |
| 3 sg | εξουσιοδοτούσε | εξουσιοδότησε | εξουσιοδοτούνταν, {εξουσιοδοτείτο} | εξουσιοδοτήθηκε |
| 1 pl | εξουσιοδοτούσαμε | εξουσιοδοτήσαμε | εξουσιοδοτούμασταν, (‑ούμαστε) | εξουσιοδοτηθήκαμε |
| 2 pl | εξουσιοδοτούσατε | εξουσιοδοτήσατε | [εξουσιοδοτούσασταν, (‑ούσαστε)] | εξουσιοδοτηθήκατε |
| 3 pl | εξουσιοδοτούσαν(ε) | εξουσιοδότησαν, εξουσιοδοτήσαν(ε) | εξουσιοδοτούνταν, {εξουσιοδοτούντο} | εξουσιοδοτήθηκαν, εξουσιοδοτηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα εξουσιοδοτήσω ➤ | θα εξουσιοδοτούμαι ➤ | θα εξουσιοδοτηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξουσιοδοτείς, … | θα εξουσιοδοτήσεις, … | θα εξουσιοδοτείσαι, … | θα εξουσιοδοτηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξουσιοδοτήσει έχω, έχεις, … εξουσιοδοτημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξουσιοδοτηθεί είμαι, είσαι, … εξουσιοδοτημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξουσιοδοτήσει είχα, είχες, … εξουσιοδοτημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξουσιοδοτηθεί ήμουν, ήσουν, … εξουσιοδοτημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξουσιοδοτήσει θα έχω, θα έχεις, … εξουσιοδοτημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξουσιοδοτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξουσιοδοτημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | εξουσιοδότησε | — | εξουσιοδοτήσου |
| 2 pl | εξουσιοδοτείτε | εξουσιοδοτήστε | εξουσιοδοτείστε | εξουσιοδοτηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | εξουσιοδοτώντας ➤ | εξουσιοδοτούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας εξουσιοδοτήσει ➤ | εξουσιοδοτημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | εξουσιοδοτήσει | εξουσιοδοτηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- εξουσιοδότηση f (exousiodótisi)
Related terms
- see: εξουσία f (exousía)
References
- ^ εξουσιοδοτώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language