επιβραβεύω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek ἐπιβραβεύω (epibrabeúō, “to grant”).[1] By surface analysis, επι- (epi-) + βραβεύω (vravévo).
Pronunciation
- IPA(key): /e.pi.vɾaˈve.vo/
- Hyphenation: ε‧πι‧βρα‧βεύ‧ω
Verb
επιβραβεύω • (epivravévo) (past επιβράβευσα, passive επιβραβεύομαι, p‑past επιβραβεύτηκα/επιβραβεύθηκα, ppp επιβραβευμένος)
Conjugation
επιβραβεύω επιβραβεύομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | επιβραβεύσω | επιβραβεύομαι | επιβραβευτώ, επιβραβευθώ | |
| 2 sg | επιβραβεύεις | επιβραβεύσεις | επιβραβεύεσαι | επιβραβευτείς, επιβραβευθείς |
| 3 sg | επιβραβεύει | επιβραβεύσει | επιβραβεύεται | επιβραβευτεί, επιβραβευθεί |
| 1 pl | επιβραβεύουμε, [‑ομε] | επιβραβεύσουμε, [‑ομε] | επιβραβευόμαστε | επιβραβευτούμε, επιβραβευθούμε |
| 2 pl | επιβραβεύετε | επιβραβεύσετε | επιβραβεύεστε, επιβραβευόσαστε | επιβραβευτείτε, επιβραβευθείτε |
| 3 pl | επιβραβεύουν(ε) | επιβραβεύσουν(ε) | επιβραβεύονται | επιβραβευτούν(ε), επιβραβευθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | επιβράβευα | επιβράβευσα | επιβραβευόμουν(α) | επιβραβεύτηκα, επιβραβεύθηκα |
| 2 sg | επιβράβευες | επιβράβευσες | επιβραβευόσουν(α) | επιβραβεύτηκες, επιβραβεύθηκες |
| 3 sg | επιβράβευε | επιβράβευσε | επιβραβευόταν(ε) | επιβραβεύτηκε, επιβραβεύθηκε |
| 1 pl | επιβραβεύαμε | επιβραβεύσαμε | επιβραβευόμασταν, (‑όμαστε) | επιβραβευτήκαμε, επιβραβευθήκαμε |
| 2 pl | επιβραβεύατε | επιβραβεύσατε | επιβραβευόσασταν, (‑όσαστε) | επιβραβευτήκατε, επιβραβευθήκατε |
| 3 pl | επιβράβευαν, επιβραβεύαν(ε) | επιβράβευσαν, επιβραβεύσαν(ε) | επιβραβεύονταν, (επιβραβευόντουσαν) | επιβραβεύτηκαν, επιβραβευτήκαν(ε), επιβραβεύθηκαν, επιβραβευθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα επιβραβεύσω ➤ | θα επιβραβεύομαι ➤ | θα επιβραβευτώ / επιβραβευθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επιβραβεύεις, … | θα επιβραβεύσεις, … | θα επιβραβεύεσαι, … | θα επιβραβευτείς / επιβραβευθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επιβραβεύσει έχω, έχεις, … επιβραβευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … επιβραβευτεί / επιβραβευθεί είμαι, είσαι, … επιβραβευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επιβραβεύσει είχα, είχες, … επιβραβευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … επιβραβευτεί / επιβραβευθεί ήμουν, ήσουν, … επιβραβευμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επιβραβεύσει θα έχω, θα έχεις, … επιβραβευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … επιβραβευτεί / επιβραβευθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιβραβευμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | επιβράβευε | επιβράβευσε | — | επιβραβεύσου |
| 2 pl | επιβραβεύετε | επιβραβεύστε | επιβραβεύεστε | επιβραβευτείτε, επιβραβευθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | επιβραβεύοντας ➤ | επιβραβευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας επιβραβεύσει ➤ | επιβραβευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | επιβραβεύσει | επιβραβευτεί, επιβραβευθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- επιβράβευση f (epivrávefsi)
References
- ^ επιβραβεύω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language