επιδιορθώνω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek ἐπιδιορθῶ (epidiorthô), from Ancient Greek ἐπιδιορθόω (epidiorthóō), with -ώνω (-óno) suffix.[1] By surface analysis, επι- (epi-) + διορθώνω (diorthóno).
Verb
επιδιορθώνω • (epidiorthóno) (past επιδιόρθωσα, passive επιδιορθώνομαι, p‑past επιδιορθώθηκα, ppp επιδιορθωμένος)
Conjugation
επιδιορθώνω επιδιορθώνομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | επιδιορθώσω | επιδιορθώνομαι | επιδιορθωθώ | |
| 2 sg | επιδιορθώνεις | επιδιορθώσεις | επιδιορθώνεσαι | επιδιορθωθείς |
| 3 sg | επιδιορθώνει | επιδιορθώσει | επιδιορθώνεται | επιδιορθωθεί |
| 1 pl | επιδιορθώνουμε, [‑ομε] | επιδιορθώσουμε, [‑ομε] | επιδιορθωνόμαστε | επιδιορθωθούμε |
| 2 pl | επιδιορθώνετε | επιδιορθώσετε | επιδιορθώνεστε, επιδιορθωνόσαστε | επιδιορθωθείτε |
| 3 pl | επιδιορθώνουν(ε) | επιδιορθώσουν(ε) | επιδιορθώνονται | επιδιορθωθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | επιδιόρθωνα | επιδιόρθωσα | επιδιορθωνόμουν(α) | επιδιορθώθηκα |
| 2 sg | επιδιόρθωνες | επιδιόρθωσες | επιδιορθωνόσουν(α) | επιδιορθώθηκες |
| 3 sg | επιδιόρθωνε | επιδιόρθωσε | επιδιορθωνόταν(ε) | επιδιορθώθηκε |
| 1 pl | επιδιορθώναμε | επιδιορθώσαμε | επιδιορθωνόμασταν, (‑όμαστε) | επιδιορθωθήκαμε |
| 2 pl | επιδιορθώνατε | επιδιορθώσατε | επιδιορθωνόσασταν, (‑όσαστε) | επιδιορθωθήκατε |
| 3 pl | επιδιόρθωναν, επιδιορθώναν(ε) | επιδιόρθωσαν, επιδιορθώσαν(ε) | επιδιορθώνονταν, (επιδιορθωνόντουσαν) | επιδιορθώθηκαν, επιδιορθωθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα επιδιορθώσω ➤ | θα επιδιορθώνομαι ➤ | θα επιδιορθωθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επιδιορθώνεις, … | θα επιδιορθώσεις, … | θα επιδιορθώνεσαι, … | θα επιδιορθωθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επιδιορθώσει έχω, έχεις, … επιδιορθωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … επιδιορθωθεί είμαι, είσαι, … επιδιορθωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επιδιορθώσει είχα, είχες, … επιδιορθωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … επιδιορθωθεί ήμουν, ήσουν, … επιδιορθωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επιδιορθώσει θα έχω, θα έχεις, … επιδιορθωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … επιδιορθωθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιδιορθωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | επιδιόρθωνε | επιδιόρθωσε | — | επιδιορθώσου |
| 2 pl | επιδιορθώνετε | επιδιορθώστε | επιδιορθώνεστε | επιδιορθωθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | επιδιορθώνοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας επιδιορθώσει ➤ | επιδιορθωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | επιδιορθώσει | επιδιορθωθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- επιδιόρθωμα n (epidiórthoma)
- επιδιορθωτής m (epidiorthotís), επιδιορθώτρια f (epidiorthótria)
Related terms
- επιδιόρθωση f (epidiórthosi)
References
- ^ επιδιορθώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language