ερωτηματολόγιο
Greek
Noun
ερωτηματολόγιο • (erotimatológio) n (plural ερωτηματολόγια)
Declension
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ερωτηματολόγιο (erotimatológio) | ερωτηματολόγια (erotimatológia) |
| genitive | ερωτηματολογίου (erotimatologíou) ερωτηματολόγιου (erotimatológiou) |
ερωτηματολογίων (erotimatologíon) ερωτηματολόγιων (erotimatológion) |
| accusative | ερωτηματολόγιο (erotimatológio) | ερωτηματολόγια (erotimatológia) |
| vocative | ερωτηματολόγιο (erotimatológio) | ερωτηματολόγια (erotimatológia) |
Related terms
- ερώτηση f (erótisi, “question”)