ερωτηματολόγιο

Greek

Noun

ερωτηματολόγιο • (erotimatológion (plural ερωτηματολόγια)

  1. questionnaire

Declension

Declension of ερωτηματολόγιο
singular plural
nominative ερωτηματολόγιο (erotimatológio) ερωτηματολόγια (erotimatológia)
genitive ερωτηματολογίου (erotimatologíou)
ερωτηματολόγιου (erotimatológiou)
ερωτηματολογίων (erotimatologíon)
ερωτηματολόγιων (erotimatológion)
accusative ερωτηματολόγιο (erotimatológio) ερωτηματολόγια (erotimatológia)
vocative ερωτηματολόγιο (erotimatológio) ερωτηματολόγια (erotimatológia)