ηλεκτροπαραγωγικός

Greek

Adjective

ηλεκτροπαραγωγικός • (ilektroparagogikósm (feminine ηλεκτροπαραγωγική, neuter ηλεκτροπαραγωγικό)

  1. relating to electric power generation

Declension

Declension of ηλεκτροπαραγωγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτροπαραγωγικός (ilektroparagogikós) ηλεκτροπαραγωγική (ilektroparagogikí) ηλεκτροπαραγωγικό (ilektroparagogikó) ηλεκτροπαραγωγικοί (ilektroparagogikoí) ηλεκτροπαραγωγικές (ilektroparagogikés) ηλεκτροπαραγωγικά (ilektroparagogiká)
genitive ηλεκτροπαραγωγικού (ilektroparagogikoú) ηλεκτροπαραγωγικής (ilektroparagogikís) ηλεκτροπαραγωγικού (ilektroparagogikoú) ηλεκτροπαραγωγικών (ilektroparagogikón) ηλεκτροπαραγωγικών (ilektroparagogikón) ηλεκτροπαραγωγικών (ilektroparagogikón)
accusative ηλεκτροπαραγωγικό (ilektroparagogikó) ηλεκτροπαραγωγική (ilektroparagogikí) ηλεκτροπαραγωγικό (ilektroparagogikó) ηλεκτροπαραγωγικούς (ilektroparagogikoús) ηλεκτροπαραγωγικές (ilektroparagogikés) ηλεκτροπαραγωγικά (ilektroparagogiká)
vocative ηλεκτροπαραγωγικέ (ilektroparagogiké) ηλεκτροπαραγωγική (ilektroparagogikí) ηλεκτροπαραγωγικό (ilektroparagogikó) ηλεκτροπαραγωγικοί (ilektroparagogikoí) ηλεκτροπαραγωγικές (ilektroparagogikés) ηλεκτροπαραγωγικά (ilektroparagogiká)