ηλεκτροστατικός

Greek

Adjective

ηλεκτροστατικός • (ilektrostatikósm (feminine ηλεκτροστατική, neuter ηλεκτροστατικό)

  1. (physics, electricity) electrostatic

Declension

Declension of ηλεκτροστατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτροστατικός (ilektrostatikós) ηλεκτροστατική (ilektrostatikí) ηλεκτροστατικό (ilektrostatikó) ηλεκτροστατικοί (ilektrostatikoí) ηλεκτροστατικές (ilektrostatikés) ηλεκτροστατικά (ilektrostatiká)
genitive ηλεκτροστατικού (ilektrostatikoú) ηλεκτροστατικής (ilektrostatikís) ηλεκτροστατικού (ilektrostatikoú) ηλεκτροστατικών (ilektrostatikón) ηλεκτροστατικών (ilektrostatikón) ηλεκτροστατικών (ilektrostatikón)
accusative ηλεκτροστατικό (ilektrostatikó) ηλεκτροστατική (ilektrostatikí) ηλεκτροστατικό (ilektrostatikó) ηλεκτροστατικούς (ilektrostatikoús) ηλεκτροστατικές (ilektrostatikés) ηλεκτροστατικά (ilektrostatiká)
vocative ηλεκτροστατικέ (ilektrostatiké) ηλεκτροστατική (ilektrostatikí) ηλεκτροστατικό (ilektrostatikó) ηλεκτροστατικοί (ilektrostatikoí) ηλεκτροστατικές (ilektrostatikés) ηλεκτροστατικά (ilektrostatiká)