ημερολογιακός

Greek

Adjective

ημερολογιακός • (imerologiakósm (feminine ημερολογιακή, neuter ημερολογιακό)

  1. calendrical, relating to calendars

Declension

Declension of ημερολογιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ημερολογιακός (imerologiakós) ημερολογιακή (imerologiakí) ημερολογιακό (imerologiakó) ημερολογιακοί (imerologiakoí) ημερολογιακές (imerologiakés) ημερολογιακά (imerologiaká)
genitive ημερολογιακού (imerologiakoú) ημερολογιακής (imerologiakís) ημερολογιακού (imerologiakoú) ημερολογιακών (imerologiakón) ημερολογιακών (imerologiakón) ημερολογιακών (imerologiakón)
accusative ημερολογιακό (imerologiakó) ημερολογιακή (imerologiakí) ημερολογιακό (imerologiakó) ημερολογιακούς (imerologiakoús) ημερολογιακές (imerologiakés) ημερολογιακά (imerologiaká)
vocative ημερολογιακέ (imerologiaké) ημερολογιακή (imerologiakí) ημερολογιακό (imerologiakó) ημερολογιακοί (imerologiakoí) ημερολογιακές (imerologiakés) ημερολογιακά (imerologiaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ημερολογιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ημερολογιακός, etc.)