ημερολογιογράφος

Greek

Noun

ημερολογιογράφος • (imerologiográfosm or f (plural ημερολογιογράφοι)

  1. diarist (keeper of a diary/journal)

Declension

Declension of ημερολογιογράφος
singular plural
nominative ημερολογιογράφος (imerologiográfos) ημερολογιογράφοι (imerologiográfoi)
genitive ημερολογιογράφου (imerologiográfou) ημερολογιογράφων (imerologiográfon)
accusative ημερολογιογράφο (imerologiográfo) ημερολογιογράφους (imerologiográfous)
vocative ημερολογιογράφε (imerologiográfe) ημερολογιογράφοι (imerologiográfoi)