ιριδίζουσα πέστροφα

Greek

Noun

ιριδίζουσα πέστροφα • (iridízousa péstrofaf (plural ιριδίζουσες πέστροφες)

  1. rainbow trout

Declension

see: ιριδίζων (iridízon) and πέστροφα (péstrofa)