ισοσκελής

Greek

Etymology

ισο- (iso-, equal) +‎ σκέλος (skélos, leg)

Adjective

ισοσκελής • (isoskelísm (feminine ισοσκελής, neuter ισοσκελές)

  1. (generally) having equal limbs or legs
  2. (finance) balanced (of ledgers, balance sheets, etc)
  3. (geometry) isosceles, having two equal sides
    Antonyms: ανισοσκελής (anisoskelís), σκαληνός (skalinós)
    Coordinate terms: (equilateral) ισόπλευρος (isóplevros), (equal angles) ανισογώνιος (anisogónios)

Declension

Declension of ισοσκελής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισοσκελής (isoskelís) ισοσκελής (isoskelís) ισοσκελές (isoskelés) ισοσκελείς (isoskeleís) ισοσκελείς (isoskeleís) ισοσκελή (isoskelí)
genitive ισοσκελούς (isoskeloús)
ισοσκελή (isoskelí)
ισοσκελούς (isoskeloús) ισοσκελούς (isoskeloús) ισοσκελών (isoskelón) ισοσκελών (isoskelón) ισοσκελών (isoskelón)
accusative ισοσκελή (isoskelí) ισοσκελή (isoskelí) ισοσκελές (isoskelés) ισοσκελείς (isoskeleís) ισοσκελείς (isoskeleís) ισοσκελή (isoskelí)
vocative ισοσκελή (isoskelí)
ισοσκελής (isoskelís)
ισοσκελής (isoskelís) ισοσκελές (isoskelés) ισοσκελείς (isoskeleís) ισοσκελείς (isoskeleís) ισοσκελή (isoskelí)