ιστιοπλοϊκός

Greek

Adjective

ιστιοπλοϊκός • (istioploïkósm (feminine ιστιοπλοϊκή, neuter ιστιοπλοϊκό)

  1. sailing

Declension

Declension of ιστιοπλοϊκός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιστιοπλοϊκός (istioploïkós) ιστιοπλοϊκή (istioploïkí) ιστιοπλοϊκό (istioploïkó) ιστιοπλοϊκοί (istioploïkoí) ιστιοπλοϊκές (istioploïkés) ιστιοπλοϊκά (istioploïká)
genitive ιστιοπλοϊκού (istioploïkoú) ιστιοπλοϊκής (istioploïkís) ιστιοπλοϊκού (istioploïkoú) ιστιοπλοϊκών (istioploïkón) ιστιοπλοϊκών (istioploïkón) ιστιοπλοϊκών (istioploïkón)
accusative ιστιοπλοϊκό (istioploïkó) ιστιοπλοϊκή (istioploïkí) ιστιοπλοϊκό (istioploïkó) ιστιοπλοϊκούς (istioploïkoús) ιστιοπλοϊκές (istioploïkés) ιστιοπλοϊκά (istioploïká)
vocative ιστιοπλοϊκέ (istioploïké) ιστιοπλοϊκή (istioploïkí) ιστιοπλοϊκό (istioploïkó) ιστιοπλοϊκοί (istioploïkoí) ιστιοπλοϊκές (istioploïkés) ιστιοπλοϊκά (istioploïká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιστιοπλοϊκός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιστιοπλοϊκός, etc.)