καλαμποκίσιος

Greek

Adjective

καλαμποκίσιος • (kalampokísiosm (feminine καλαμποκίσια, neuter καλαμποκίσιο)

  1. corn, maize
    καλαμποκίσιο ψωμίkalampokísio psomícornbread

Declension

Declension of καλαμποκίσιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καλαμποκίσιος (kalampokísios) καλαμποκίσια (kalampokísia) καλαμποκίσιο (kalampokísio) καλαμποκίσιοι (kalampokísioi) καλαμποκίσιες (kalampokísies) καλαμποκίσια (kalampokísia)
genitive καλαμποκίσιου (kalampokísiou) καλαμποκίσιας (kalampokísias) καλαμποκίσιου (kalampokísiou) καλαμποκίσιων (kalampokísion) καλαμποκίσιων (kalampokísion) καλαμποκίσιων (kalampokísion)
accusative καλαμποκίσιο (kalampokísio) καλαμποκίσια (kalampokísia) καλαμποκίσιο (kalampokísio) καλαμποκίσιους (kalampokísious) καλαμποκίσιες (kalampokísies) καλαμποκίσια (kalampokísia)
vocative καλαμποκίσιε (kalampokísie) καλαμποκίσια (kalampokísia) καλαμποκίσιο (kalampokísio) καλαμποκίσιοι (kalampokísioi) καλαμποκίσιες (kalampokísies) καλαμποκίσια (kalampokísia)