καταπόρφυρος

Greek

Etymology

κατα- (kata-, intense) +‎ πορφυρός (porfyrós, purple)

Adjective

καταπόρφυρος • (katapórfyrosm (feminine καταπόρφυρη, neuter καταπόρφυρο)

  1. all purple
  2. intensely purple

Declension

Declension of καταπόρφυρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταπόρφυρος (katapórfyros) καταπόρφυρη (katapórfyri) καταπόρφυρο (katapórfyro) καταπόρφυροι (katapórfyroi) καταπόρφυρες (katapórfyres) καταπόρφυρα (katapórfyra)
genitive καταπόρφυρου (katapórfyrou) καταπόρφυρης (katapórfyris) καταπόρφυρου (katapórfyrou) καταπόρφυρων (katapórfyron) καταπόρφυρων (katapórfyron) καταπόρφυρων (katapórfyron)
accusative καταπόρφυρο (katapórfyro) καταπόρφυρη (katapórfyri) καταπόρφυρο (katapórfyro) καταπόρφυρους (katapórfyrous) καταπόρφυρες (katapórfyres) καταπόρφυρα (katapórfyra)
vocative καταπόρφυρε (katapórfyre) καταπόρφυρη (katapórfyri) καταπόρφυρο (katapórfyro) καταπόρφυροι (katapórfyroi) καταπόρφυρες (katapórfyres) καταπόρφυρα (katapórfyra)