καταφρονώ
See also: καταφρονῶ
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ka.ta.fɾoˈno/
- Hyphenation: κα‧τα‧φρο‧νώ
Verb
καταφρονώ • (katafronó) (past καταφρόνησα/καταφρόνεσα, passive καταφρονούμαι/καταφρονιέμαι, p‑past καταφρονήθηκα, ppp καταφρονημένος / καταφρονεμένος)
- to scorn, be contemptuous of, sneer at
- to spurn, reject
Usage notes
- All inflectional forms with endings with epsilon -ε- (-εσα, -εθώ) are colloquial.
Conjugation
καταφρονώ, καταφρονούμαι / καταφρονιέμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | καταφρονήσω - καταφρονέσω2 | καταφρονούμαι - καταφρονιέμαι1 | καταφρονηθώ - καταφρονεθώ2 | |
| 2 sg | καταφρονείς | καταφρονήσεις - καταφρονέσεις | καταφρονείσαι - καταφρονιέσαι | καταφρονηθείς - καταφρονεθείς |
| 3 sg | καταφρονεί | καταφρονήσει - καταφρονέσει | καταφρονείται - καταφρονιέται | καταφρονηθεί - καταφρονεθεί |
| 1 pl | καταφρονούμε | καταφρονήσουμε, [-ομε] - καταφρονέσουμε | καταφρονούμαστε - καταφρονιόμαστε | καταφρονηθούμε - καταφρονεθούμε |
| 2 pl | καταφρονείτε | καταφρονήσετε - καταφρονέσετε | καταφρονείστε - καταφρονιέστε, καταφρονιόσαστε | καταφρονηθείτε - καταφρονεθείτε |
| 3 pl | καταφρονούν(ε) | καταφρονήσουν(ε) - καταφρονέσουν(ε) | καταφρονούνται - καταφρονιούνται, καταφρονιόνται | καταφρονηθούν(ε) - καταφρονεθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | καταφρονούσα | καταφρόνησα - καταφρόνεσα2 | [καταφρονούμουν(α)] - καταφρονιόμουν(α)1 | καταφρονήθηκα - καταφρονέθηκα2 |
| 2 sg | καταφρονούσες | καταφρόνησες - καταφρόνεσες | [καταφρονούσουν(α)] - καταφρονιόσουν(α) | καταφρονήθηκες - καταφρονέθηκες |
| 3 sg | καταφρονούσε | καταφρόνησε - καταφρόνεσε | καταφρονούνταν, {καταφρονείτο} - καταφρονιόταν(ε) | καταφρονήθηκε - καταφρονέθηκε |
| 1 pl | καταφρονούσαμε | καταφρονήσαμε - καταφρονέσαμε | καταφρονούμασταν, (‑ούμαστε) - καταφρονιόμασταν, (‑ιόμαστε) | καταφρονηθήκαμε - καταφρονεθήκαμε |
| 2 pl | καταφρονούσατε | καταφρονήσατε - καταφρονέσατε | [καταφρονούσασταν, (‑ούσαστε)] - καταφρονιόσασταν, (‑ιόσαστε) | καταφρονηθήκατε - καταφρονεθήκατε |
| 3 pl | καταφρονούσαν(ε) | καταφρόνησαν, καταφρονήσαν(ε) - καταφρόνεσαν, καταφρονέσαν(ε) | καταφρονούνταν, {καταφρονούντο} - καταφρονιούνταν, (καταφρονιόντουσαν) | καταφρονήθηκαν, καταφρονηθήκαν(ε) - καταφρονέθηκαν, καταφρονεθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα καταφρονήσω - καταφρονέσω ➤ | θα καταφρονούμαι - καταφρονιέμαι ➤ | θα καταφρονηθώ - καταφρονεθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα καταφρονείς, … | θα καταφρονήσεις - καταφρονέσεις, ... | θα καταφρονείσαι - καταφρονιέσαι, … | θα καταφρονηθείς - καταφρονεθεί, ... |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, ... καταφρονήσει - καταφρονέσει έχω, έχεις, ... καταφρονημένο - καταφρονεμένο ➤ |
έχω, έχεις, ... καταφρονηθεί - καταφρονεθεί είμαι, είσαι, ... καταφρονημένος - καταφρονεμένος ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, ... καταφρονήσει - καταφρονέσει είχα, είχες, ... καταφρονημένο - καταφρονεμένο |
είχα, είχες, ... καταφρονηθεί - καταφρονεθεί ήμουν, ήσουν, ... καταφρονημένος - καταφρονεμένος | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, ... καταφρονήσει - καταφρονέσει θα έχω, θα έχεις, ... καταφρονημένο - καταφρονεμένο |
θα έχω, θα έχεις, ... καταφρονηθεί - καταφρονεθεί θα είμαι, θα είσαι, ... καταφρονημένος - καταφρονεμένος | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | καταφρόνησε - καταφρόνεσε2 | — | καταφρονήσου - καταφρονέσου2 |
| 2 pl | καταφρονείτε | καταφρονήστε - καταφρονέστε | καταφρονείστε - καταφρονιέστε | καταφρονηθείτε - καταφρονεθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | καταφρονώντας ➤ | καταφρονούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας καταφρονήσει ➤ | καταφρονημένος, -η, -ο καταφρονεμένος, -η, -ο2 ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | καταφρονήσει - καταφρονέσει | καταφρονηθώ - καταφρονεθώ | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal. 2. Second forms with -ε- are colloquial. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- περιφρονώ (perifronó, “scorn, lood down, sneer at”)
Related terms
- ακαταφρόνητος (akatafrónitos, “undespised”)
- αξιοκαταφρόνητος (axiokatafrónitos, “despicable”)
- ευκαταφρόνητος (efkatafrónitos, “negligible”)
- καταφρονετικός (katafronetikós, “contemptuous”)
- καταφρόνηση f (katafrónisi, “contempt”)
- καταφρονητής m (katafronitís, “despiser”)
- καταφρονητικός (katafronitikós, “contemptuous”)
- καταφρόνια f (katafrónia, “contempt”)