κινητοποιώ
Greek
Etymology
Learnedly from κινητ(ός) (kinit(ós)) + -ο- (-o-) + -ποιώ (-poió), a loose calque of French mobiliser.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ci.ni.to.piˈo/
- Hyphenation: κι‧νη‧το‧ποι‧ώ
Verb
κινητοποιώ • (kinitopoió) (past κινητοποίησα, passive κινητοποιούμαι, ppp κινητοποιημένος)
- (transitive) to mobilize
Conjugation
κινητοποιώ, κινητοποιούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | κινητοποιήσω | κινητοποιούμαι | κινητοποιηθώ | |
| 2 sg | κινητοποιείς | κινητοποιήσεις | κινητοποιείσαι | κινητοποιηθείς |
| 3 sg | κινητοποιεί | κινητοποιήσει | κινητοποιείται | κινητοποιηθεί |
| 1 pl | κινητοποιούμε | κινητοποιήσουμε, [-ομε] | κινητοποιούμαστε, κινητοποιόμαστε | κινητοποιηθούμε |
| 2 pl | κινητοποιείτε | κινητοποιήσετε | κινητοποιείστε, (κινητοποιόσαστε) | κινητοποιηθείτε |
| 3 pl | κινητοποιούν(ε) | κινητοποιήσουν(ε) | κινητοποιούνται | κινητοποιηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | κινητοποιούσα | κινητοποίησα | κινητοποιούμουν(α), κινητοποιόμουν(α) | κινητοποιήθηκα |
| 2 sg | κινητοποιούσες | κινητοποίησες | [κινητοποιούσουν(α)], κινητοποιόσουν(α) | κινητοποιήθηκες |
| 3 sg | κινητοποιούσε | κινητοποίησε | κινητοποιούνταν, κινητοποιόταν(ε), {κινητοποιείτο} | κινητοποιήθηκε |
| 1 pl | κινητοποιούσαμε | κινητοποιήσαμε | κινητοποιούμασταν, (‑ούμαστε), κινητοποιόμασταν, (‑όμαστε) | κινητοποιηθήκαμε |
| 2 pl | κινητοποιούσατε | κινητοποιήσατε | [κινητοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], κινητοποιόσασταν, (‑όσαστε) | κινητοποιηθήκατε |
| 3 pl | κινητοποιούσαν(ε) | κινητοποίησαν, κινητοποιήσαν(ε) | κινητοποιούνταν, κινητοποιόνταν(ε), (κινητοποιόντουσαν), {κινητοποιούντο} | κινητοποιήθηκαν, κινητοποιηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα κινητοποιήσω ➤ | θα κινητοποιούμαι ➤ | θα κινητοποιηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κινητοποιείς, … | θα κινητοποιήσεις, … | θα κινητοποιείσαι, … | θα κινητοποιηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κινητοποιήσει έχω, έχεις, … κινητοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κινητοποιηθεί είμαι, είσαι, … κινητοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κινητοποιήσει είχα, είχες, … κινητοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κινητοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … κινητοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κινητοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … κινητοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κινητοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κινητοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | κινητοποίησε | — | κινητοποιήσου |
| 2 pl | κινητοποιείτε | κινητοποιήστε | κινητοποιείστε | κινητοποιηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | κινητοποιώντας ➤ | κινητοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας κινητοποιήσει ➤ | κινητοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | κινητοποιήσει | κινητοποιηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- κινητοποίηση f (kinitopoíisi)
References
- ^ κινητοποιώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language