κυστικός
Greek
Adjective
κυστικός • (kystikós) m
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | κυστικός (kystikós) | κυστική (kystikí) | κυστικό (kystikó) | κυστικοί (kystikoí) | κυστικές (kystikés) | κυστικά (kystiká) | |
| genitive | κυστικού (kystikoú) | κυστικής (kystikís) | κυστικού (kystikoú) | κυστικών (kystikón) | κυστικών (kystikón) | κυστικών (kystikón) | |
| accusative | κυστικό (kystikó) | κυστική (kystikí) | κυστικό (kystikó) | κυστικούς (kystikoús) | κυστικές (kystikés) | κυστικά (kystiká) | |
| vocative | κυστικέ (kystiké) | κυστική (kystikí) | κυστικό (kystikó) | κυστικοί (kystikoí) | κυστικές (kystikés) | κυστικά (kystiká) | |
Related terms
- κύστη f (kýsti, “cyst”)
- κυστική ίνωση f (kystikí ínosi, “cystic fibrosis”)