μετονομάζω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek μετονομάζω (metonomázō).[1] By surface analysis, μετ- (met-) + ονομάζω (onomázo).
Pronunciation
- IPA(key): /me.to.noˈma.zo/
- Hyphenation: με‧το‧νο‧μά‧ζω
Verb
μετονομάζω • (metonomázo) (past μετονόμασα, passive μετονομάζομαι, p‑past μετονομάστηκα, ppp μετονομασμένος)
- (transitive) to rename
Conjugation
μετονομάζω μετονομάζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | μετονομάσω | μετονομάζομαι | μετονομαστώ | |
| 2 sg | μετονομάζεις | μετονομάσεις | μετονομάζεσαι | μετονομαστείς |
| 3 sg | μετονομάζει | μετονομάσει | μετονομάζεται | μετονομαστεί |
| 1 pl | μετονομάζουμε, [‑ομε] | μετονομάσουμε, [‑ομε] | μετονομαζόμαστε | μετονομαστούμε |
| 2 pl | μετονομάζετε | μετονομάσετε | μετονομάζεστε, μετονομαζόσαστε | μετονομαστείτε |
| 3 pl | μετονομάζουν(ε) | μετονομάσουν(ε) | μετονομάζονται | μετονομαστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | μετονόμαζα | μετονόμασα | μετονομαζόμουν(α) | μετονομάστηκα |
| 2 sg | μετονόμαζες | μετονόμασες | μετονομαζόσουν(α) | μετονομάστηκες |
| 3 sg | μετονόμαζε | μετονόμασε | μετονομαζόταν(ε) | μετονομάστηκε |
| 1 pl | μετονομάζαμε | μετονομάσαμε | μετονομαζόμασταν, (‑όμαστε) | μετονομαστήκαμε |
| 2 pl | μετονομάζατε | μετονομάσατε | μετονομαζόσασταν, (‑όσαστε) | μετονομαστήκατε |
| 3 pl | μετονόμαζαν, μετονομάζαν(ε) | μετονόμασαν, μετονομάσαν(ε) | μετονομάζονταν, (μετονομαζόντουσαν) | μετονομάστηκαν, μετονομαστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα μετονομάσω ➤ | θα μετονομάζομαι ➤ | θα μετονομαστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα μετονομάζεις, … | θα μετονομάσεις, … | θα μετονομάζεσαι, … | θα μετονομαστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … μετονομάσει έχω, έχεις, … μετονομασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … μετονομαστεί είμαι, είσαι, … μετονομασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … μετονομάσει είχα, είχες, … μετονομασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … μετονομαστεί ήμουν, ήσουν, … μετονομασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … μετονομάσει θα έχω, θα έχεις, … μετονομασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … μετονομαστεί θα είμαι, θα είσαι, … μετονομασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | μετονόμαζε | μετονόμασε | — | μετονομάσου |
| 2 pl | μετονομάζετε | μετονομάστε | μετονομάζεστε | μετονομαστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | μετονομάζοντας ➤ | μετονομαζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας μετονομάσει ➤ | μετονομασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | μετονομάσει | μετονομαστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- μετονομασία f (metonomasía)
- μετονοματικός (metonomatikós)
References
- ^ μετονομάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language