μοιρολατρικός

Greek

Etymology

Learnedly from μοιρολάτρ(ης) (moirolátr(is)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /mi.ɾo.la.tɾiˈkos/
  • Hyphenation: μοι‧ρο‧λα‧τρι‧κός

Adjective

μοιρολατρικός • (moirolatrikósm (feminine μοιρολατρική, neuter μοιρολατρικό)

  1. fatalistic

Declension

Declension of μοιρολατρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μοιρολατρικός (moirolatrikós) μοιρολατρική (moirolatrikí) μοιρολατρικό (moirolatrikó) μοιρολατρικοί (moirolatrikoí) μοιρολατρικές (moirolatrikés) μοιρολατρικά (moirolatriká)
genitive μοιρολατρικού (moirolatrikoú) μοιρολατρικής (moirolatrikís) μοιρολατρικού (moirolatrikoú) μοιρολατρικών (moirolatrikón) μοιρολατρικών (moirolatrikón) μοιρολατρικών (moirolatrikón)
accusative μοιρολατρικό (moirolatrikó) μοιρολατρική (moirolatrikí) μοιρολατρικό (moirolatrikó) μοιρολατρικούς (moirolatrikoús) μοιρολατρικές (moirolatrikés) μοιρολατρικά (moirolatriká)
vocative μοιρολατρικέ (moirolatriké) μοιρολατρική (moirolatrikí) μοιρολατρικό (moirolatrikó) μοιρολατρικοί (moirolatrikoí) μοιρολατρικές (moirolatrikés) μοιρολατρικά (moirolatriká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μοιρολατρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μοιρολατρικός, etc.)

Derived terms

  • μοιρολατρικά (moirolatriká, adverb)
  • μοιρολάτρης m (moirolátris), μοιρολάτρισσα f (moirolátrissa)
  • μοιρολατρία f (moirolatría)

References

  1. ^ μοιρολατρικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language