ξεφλουδίζω
Greek
Verb
ξεφλουδίζω • (xefloudízo) (past ξεφλούδισα, passive ξεφλουδίζομαι)
- to peel, hull, husk, shell, shuck
- Synonym: καθαρίζω (katharízo)
- to debark
- Synonym: αποφλοιώνω (apofloióno)
Conjugation
ξεφλουδίζω ξεφλουδίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | ξεφλουδίσω | ξεφλουδίζομαι | ξεφλουδιστώ | |
| 2 sg | ξεφλουδίζεις | ξεφλουδίσεις | ξεφλουδίζεσαι | ξεφλουδιστείς |
| 3 sg | ξεφλουδίζει | ξεφλουδίσει | ξεφλουδίζεται | ξεφλουδιστεί |
| 1 pl | ξεφλουδίζουμε, [‑ομε] | ξεφλουδίσουμε, [‑ομε] | ξεφλουδιζόμαστε | ξεφλουδιστούμε |
| 2 pl | ξεφλουδίζετε | ξεφλουδίσετε | ξεφλουδίζεστε, ξεφλουδιζόσαστε | ξεφλουδιστείτε |
| 3 pl | ξεφλουδίζουν(ε) | ξεφλουδίσουν(ε) | ξεφλουδίζονται | ξεφλουδιστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | ξεφλούδιζα | ξεφλούδισα | ξεφλουδιζόμουν(α) | ξεφλουδίστηκα |
| 2 sg | ξεφλούδιζες | ξεφλούδισες | ξεφλουδιζόσουν(α) | ξεφλουδίστηκες |
| 3 sg | ξεφλούδιζε | ξεφλούδισε | ξεφλουδιζόταν(ε) | ξεφλουδίστηκε |
| 1 pl | ξεφλουδίζαμε | ξεφλουδίσαμε | ξεφλουδιζόμασταν, (‑όμαστε) | ξεφλουδιστήκαμε |
| 2 pl | ξεφλουδίζατε | ξεφλουδίσατε | ξεφλουδιζόσασταν, (‑όσαστε) | ξεφλουδιστήκατε |
| 3 pl | ξεφλούδιζαν, ξεφλουδίζαν(ε) | ξεφλούδισαν, ξεφλουδίσαν(ε) | ξεφλουδίζονταν, (ξεφλουδιζόντουσαν) | ξεφλουδίστηκαν, ξεφλουδιστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα ξεφλουδίσω ➤ | θα ξεφλουδίζομαι ➤ | θα ξεφλουδιστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεφλουδίζεις, … | θα ξεφλουδίσεις, … | θα ξεφλουδίζεσαι, … | θα ξεφλουδιστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεφλουδίσει έχω, έχεις, … ξεφλουδισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεφλουδιστεί είμαι, είσαι, … ξεφλουδισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεφλουδίσει είχα, είχες, … ξεφλουδισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεφλουδιστεί ήμουν, ήσουν, … ξεφλουδισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεφλουδίσει θα έχω, θα έχεις, … ξεφλουδισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεφλουδιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεφλουδισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | ξεφλούδιζε | ξεφλούδισε | — | ξεφλουδίσου |
| 2 pl | ξεφλουδίζετε | ξεφλουδίστε | ξεφλουδίζεστε | ξεφλουδιστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | ξεφλουδίζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας ξεφλουδίσει ➤ | ξεφλουδισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | ξεφλουδίσει | ξεφλουδιστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||