ολιγαρκής

Greek

Adjective

ολιγαρκής • (oligarkísm (feminine ολιγαρκής, neuter ολιγαρκές)

  1. frugal, self-denying

Declension

Declension of ολιγαρκής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολιγαρκής (oligarkís) ολιγαρκής (oligarkís) ολιγαρκές (oligarkés) ολιγαρκείς (oligarkeís) ολιγαρκείς (oligarkeís) ολιγαρκή (oligarkí)
genitive ολιγαρκούς (oligarkoús)
ολιγαρκή (oligarkí)
ολιγαρκούς (oligarkoús) ολιγαρκούς (oligarkoús) ολιγαρκών (oligarkón) ολιγαρκών (oligarkón) ολιγαρκών (oligarkón)
accusative ολιγαρκή (oligarkí) ολιγαρκή (oligarkí) ολιγαρκές (oligarkés) ολιγαρκείς (oligarkeís) ολιγαρκείς (oligarkeís) ολιγαρκή (oligarkí)
vocative ολιγαρκή (oligarkí)
ολιγαρκής (oligarkís)
ολιγαρκής (oligarkís) ολιγαρκές (oligarkés) ολιγαρκείς (oligarkeís) ολιγαρκείς (oligarkeís) ολιγαρκή (oligarkí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ολιγαρκής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ολιγαρκής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολιγαρκέστεροος (oligarkésteroos) ολιγαρκέστεροη (oligarkésteroï) ολιγαρκέστεροο (oligarkésteroo) ολιγαρκέστεροοι (oligarkésterooi) ολιγαρκέστεροες (oligarkésteroes) ολιγαρκέστεροα (oligarkésteroa)
genitive ολιγαρκέστεροου (oligarkésteroou) ολιγαρκέστεροης (oligarkésteroïs) ολιγαρκέστεροου (oligarkésteroou) ολιγαρκέστεροων (oligarkésteroon) ολιγαρκέστεροων (oligarkésteroon) ολιγαρκέστεροων (oligarkésteroon)
accusative ολιγαρκέστεροο (oligarkésteroo) ολιγαρκέστεροη (oligarkésteroï) ολιγαρκέστεροο (oligarkésteroo) ολιγαρκέστεροους (oligarkésteroous) ολιγαρκέστεροες (oligarkésteroes) ολιγαρκέστεροα (oligarkésteroa)
vocative ολιγαρκέστεροε (oligarkésteroe) ολιγαρκέστεροη (oligarkésteroï) ολιγαρκέστεροο (oligarkésteroo) ολιγαρκέστεροοι (oligarkésterooi) ολιγαρκέστεροες (oligarkésteroes) ολιγαρκέστεροα (oligarkésteroa)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ολιγαρκέστεροος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολιγαρκέστατοος (oligarkéstatoos) ολιγαρκέστατοη (oligarkéstatoï) ολιγαρκέστατοο (oligarkéstatoo) ολιγαρκέστατοοι (oligarkéstatooi) ολιγαρκέστατοες (oligarkéstatoes) ολιγαρκέστατοα (oligarkéstatoa)
genitive ολιγαρκέστατοου (oligarkéstatoou) ολιγαρκέστατοης (oligarkéstatoïs) ολιγαρκέστατοου (oligarkéstatoou) ολιγαρκέστατοων (oligarkéstatoon) ολιγαρκέστατοων (oligarkéstatoon) ολιγαρκέστατοων (oligarkéstatoon)
accusative ολιγαρκέστατοο (oligarkéstatoo) ολιγαρκέστατοη (oligarkéstatoï) ολιγαρκέστατοο (oligarkéstatoo) ολιγαρκέστατοους (oligarkéstatoous) ολιγαρκέστατοες (oligarkéstatoes) ολιγαρκέστατοα (oligarkéstatoa)
vocative ολιγαρκέστατοε (oligarkéstatoe) ολιγαρκέστατοη (oligarkéstatoï) ολιγαρκέστατοο (oligarkéstatoo) ολιγαρκέστατοοι (oligarkéstatooi) ολιγαρκέστατοες (oligarkéstatoes) ολιγαρκέστατοα (oligarkéstatoa)